헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρηβάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρηβάω παρηβήσω παρήβηκα

형태분석: παρ (접두사) + ἡβά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be past one's prime, to be growing old

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήβω

παρήβᾳς

παρήβᾳ

쌍수 παρήβᾱτον

παρήβᾱτον

복수 παρήβωμεν

παρήβᾱτε

παρήβωσιν*

접속법단수 παρήβω

παρήβῃς

παρήβῃ

쌍수 παρήβητον

παρήβητον

복수 παρήβωμεν

παρήβητε

παρήβωσιν*

기원법단수 παρήβῳμι

παρήβῳς

παρήβῳ

쌍수 παρήβῳτον

παρηβῷτην

복수 παρήβῳμεν

παρήβῳτε

παρήβῳεν

명령법단수 παρῆβᾱ

παρηβᾶτω

쌍수 παρήβᾱτον

παρηβᾶτων

복수 παρήβᾱτε

παρηβῶντων, παρηβᾶτωσαν

부정사 παρήβᾱν

분사 남성여성중성
παρηβων

παρηβωντος

παρηβωσα

παρηβωσης

παρηβων

παρηβωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρήβωμαι

παρήβᾳ

παρήβᾱται

쌍수 παρήβᾱσθον

παρήβᾱσθον

복수 παρηβῶμεθα

παρήβᾱσθε

παρήβωνται

접속법단수 παρήβωμαι

παρήβῃ

παρήβηται

쌍수 παρήβησθον

παρήβησθον

복수 παρηβώμεθα

παρήβησθε

παρήβωνται

기원법단수 παρηβῷμην

παρήβῳο

παρήβῳτο

쌍수 παρήβῳσθον

παρηβῷσθην

복수 παρηβῷμεθα

παρήβῳσθε

παρήβῳντο

명령법단수 παρήβω

παρηβᾶσθω

쌍수 παρήβᾱσθον

παρηβᾶσθων

복수 παρήβᾱσθε

παρηβᾶσθων, παρηβᾶσθωσαν

부정사 παρήβᾱσθαι

분사 남성여성중성
παρηβωμενος

παρηβωμενου

παρηβωμενη

παρηβωμενης

παρηβωμενον

παρηβωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be past one's prime

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION