헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφθίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφθίνω καταφθίσω κατέφθισα

형태분석: κατα (접두사) + φθίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쇠퇴하다, 죽다, 소멸하다, 무너지다
  2. 파괴하다, 파멸시키다, 망치다
  3. 죽다, 소멸하다, 사라지다, 망하다, 황폐화되다, 떨어지다, 파멸되다, 멸망하다, 잃다, 폐허가 되다, 시들다
  1. to waste away, decay, perish
  2. to ruin, destroy
  3. to be ruined, to waste away, perish, were, consumed, hadst perished, if, wert dead, he died, was gone

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφθίνω

(나는) 쇠퇴한다

καταφθίνεις

(너는) 쇠퇴한다

καταφθίνει

(그는) 쇠퇴한다

쌍수 καταφθίνετον

(너희 둘은) 쇠퇴한다

καταφθίνετον

(그 둘은) 쇠퇴한다

복수 καταφθίνομεν

(우리는) 쇠퇴한다

καταφθίνετε

(너희는) 쇠퇴한다

καταφθίνουσιν*

(그들은) 쇠퇴한다

접속법단수 καταφθίνω

(나는) 쇠퇴하자

καταφθίνῃς

(너는) 쇠퇴하자

καταφθίνῃ

(그는) 쇠퇴하자

쌍수 καταφθίνητον

(너희 둘은) 쇠퇴하자

καταφθίνητον

(그 둘은) 쇠퇴하자

복수 καταφθίνωμεν

(우리는) 쇠퇴하자

καταφθίνητε

(너희는) 쇠퇴하자

καταφθίνωσιν*

(그들은) 쇠퇴하자

기원법단수 καταφθίνοιμι

(나는) 쇠퇴하기를 (바라다)

καταφθίνοις

(너는) 쇠퇴하기를 (바라다)

καταφθίνοι

(그는) 쇠퇴하기를 (바라다)

쌍수 καταφθίνοιτον

(너희 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

καταφθινοίτην

(그 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

복수 καταφθίνοιμεν

(우리는) 쇠퇴하기를 (바라다)

καταφθίνοιτε

(너희는) 쇠퇴하기를 (바라다)

καταφθίνοιεν

(그들은) 쇠퇴하기를 (바라다)

명령법단수 καταφθίνε

(너는) 쇠퇴해라

καταφθινέτω

(그는) 쇠퇴해라

쌍수 καταφθίνετον

(너희 둘은) 쇠퇴해라

καταφθινέτων

(그 둘은) 쇠퇴해라

복수 καταφθίνετε

(너희는) 쇠퇴해라

καταφθινόντων, καταφθινέτωσαν

(그들은) 쇠퇴해라

부정사 καταφθίνειν

쇠퇴하는 것

분사 남성여성중성
καταφθινων

καταφθινοντος

καταφθινουσα

καταφθινουσης

καταφθινον

καταφθινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφθίνομαι

(나는) 쇠퇴된다

καταφθίνει, καταφθίνῃ

(너는) 쇠퇴된다

καταφθίνεται

(그는) 쇠퇴된다

쌍수 καταφθίνεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴된다

καταφθίνεσθον

(그 둘은) 쇠퇴된다

복수 καταφθινόμεθα

(우리는) 쇠퇴된다

καταφθίνεσθε

(너희는) 쇠퇴된다

καταφθίνονται

(그들은) 쇠퇴된다

접속법단수 καταφθίνωμαι

(나는) 쇠퇴되자

καταφθίνῃ

(너는) 쇠퇴되자

καταφθίνηται

(그는) 쇠퇴되자

쌍수 καταφθίνησθον

(너희 둘은) 쇠퇴되자

καταφθίνησθον

(그 둘은) 쇠퇴되자

복수 καταφθινώμεθα

(우리는) 쇠퇴되자

καταφθίνησθε

(너희는) 쇠퇴되자

καταφθίνωνται

(그들은) 쇠퇴되자

기원법단수 καταφθινοίμην

(나는) 쇠퇴되기를 (바라다)

καταφθίνοιο

(너는) 쇠퇴되기를 (바라다)

καταφθίνοιτο

(그는) 쇠퇴되기를 (바라다)

쌍수 καταφθίνοισθον

(너희 둘은) 쇠퇴되기를 (바라다)

καταφθινοίσθην

(그 둘은) 쇠퇴되기를 (바라다)

복수 καταφθινοίμεθα

(우리는) 쇠퇴되기를 (바라다)

καταφθίνοισθε

(너희는) 쇠퇴되기를 (바라다)

καταφθίνοιντο

(그들은) 쇠퇴되기를 (바라다)

명령법단수 καταφθίνου

(너는) 쇠퇴되어라

καταφθινέσθω

(그는) 쇠퇴되어라

쌍수 καταφθίνεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴되어라

καταφθινέσθων

(그 둘은) 쇠퇴되어라

복수 καταφθίνεσθε

(너희는) 쇠퇴되어라

καταφθινέσθων, καταφθινέσθωσαν

(그들은) 쇠퇴되어라

부정사 καταφθίνεσθαι

쇠퇴되는 것

분사 남성여성중성
καταφθινομενος

καταφθινομενου

καταφθινομενη

καταφθινομενης

καταφθινομενον

καταφθινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφθίσω

(나는) 쇠퇴하겠다

καταφθίσεις

(너는) 쇠퇴하겠다

καταφθίσει

(그는) 쇠퇴하겠다

쌍수 καταφθίσετον

(너희 둘은) 쇠퇴하겠다

καταφθίσετον

(그 둘은) 쇠퇴하겠다

복수 καταφθίσομεν

(우리는) 쇠퇴하겠다

καταφθίσετε

(너희는) 쇠퇴하겠다

καταφθίσουσιν*

(그들은) 쇠퇴하겠다

기원법단수 καταφθίσοιμι

(나는) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

καταφθίσοις

(너는) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

καταφθίσοι

(그는) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

쌍수 καταφθίσοιτον

(너희 둘은) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

καταφθισοίτην

(그 둘은) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

복수 καταφθίσοιμεν

(우리는) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

καταφθίσοιτε

(너희는) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

καταφθίσοιεν

(그들은) 쇠퇴하겠기를 (바라다)

부정사 καταφθίσειν

쇠퇴할 것

분사 남성여성중성
καταφθισων

καταφθισοντος

καταφθισουσα

καταφθισουσης

καταφθισον

καταφθισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφθίσομαι

(나는) 쇠퇴되겠다

καταφθίσει, καταφθίσῃ

(너는) 쇠퇴되겠다

καταφθίσεται

(그는) 쇠퇴되겠다

쌍수 καταφθίσεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴되겠다

καταφθίσεσθον

(그 둘은) 쇠퇴되겠다

복수 καταφθισόμεθα

(우리는) 쇠퇴되겠다

καταφθίσεσθε

(너희는) 쇠퇴되겠다

καταφθίσονται

(그들은) 쇠퇴되겠다

기원법단수 καταφθισοίμην

(나는) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

καταφθίσοιο

(너는) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

καταφθίσοιτο

(그는) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

쌍수 καταφθίσοισθον

(너희 둘은) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

καταφθισοίσθην

(그 둘은) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

복수 καταφθισοίμεθα

(우리는) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

καταφθίσοισθε

(너희는) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

καταφθίσοιντο

(그들은) 쇠퇴되겠기를 (바라다)

부정사 καταφθίσεσθαι

쇠퇴될 것

분사 남성여성중성
καταφθισομενος

καταφθισομενου

καταφθισομενη

καταφθισομενης

καταφθισομενον

καταφθισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέφθινον

(나는) 쇠퇴하고 있었다

κατέφθινες

(너는) 쇠퇴하고 있었다

κατέφθινεν*

(그는) 쇠퇴하고 있었다

쌍수 κατεφθίνετον

(너희 둘은) 쇠퇴하고 있었다

κατεφθινέτην

(그 둘은) 쇠퇴하고 있었다

복수 κατεφθίνομεν

(우리는) 쇠퇴하고 있었다

κατεφθίνετε

(너희는) 쇠퇴하고 있었다

κατέφθινον

(그들은) 쇠퇴하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφθινόμην

(나는) 쇠퇴되고 있었다

κατεφθίνου

(너는) 쇠퇴되고 있었다

κατεφθίνετο

(그는) 쇠퇴되고 있었다

쌍수 κατεφθίνεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴되고 있었다

κατεφθινέσθην

(그 둘은) 쇠퇴되고 있었다

복수 κατεφθινόμεθα

(우리는) 쇠퇴되고 있었다

κατεφθίνεσθε

(너희는) 쇠퇴되고 있었다

κατεφθίνοντο

(그들은) 쇠퇴되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέφθισα

(나는) 쇠퇴했다

κατέφθισας

(너는) 쇠퇴했다

κατέφθισεν*

(그는) 쇠퇴했다

쌍수 κατεφθίσατον

(너희 둘은) 쇠퇴했다

κατεφθισάτην

(그 둘은) 쇠퇴했다

복수 κατεφθίσαμεν

(우리는) 쇠퇴했다

κατεφθίσατε

(너희는) 쇠퇴했다

κατέφθισαν

(그들은) 쇠퇴했다

접속법단수 καταφθίσω

(나는) 쇠퇴했자

καταφθίσῃς

(너는) 쇠퇴했자

καταφθίσῃ

(그는) 쇠퇴했자

쌍수 καταφθίσητον

(너희 둘은) 쇠퇴했자

καταφθίσητον

(그 둘은) 쇠퇴했자

복수 καταφθίσωμεν

(우리는) 쇠퇴했자

καταφθίσητε

(너희는) 쇠퇴했자

καταφθίσωσιν*

(그들은) 쇠퇴했자

기원법단수 καταφθίσαιμι

(나는) 쇠퇴했기를 (바라다)

καταφθίσαις

(너는) 쇠퇴했기를 (바라다)

καταφθίσαι

(그는) 쇠퇴했기를 (바라다)

쌍수 καταφθίσαιτον

(너희 둘은) 쇠퇴했기를 (바라다)

καταφθισαίτην

(그 둘은) 쇠퇴했기를 (바라다)

복수 καταφθίσαιμεν

(우리는) 쇠퇴했기를 (바라다)

καταφθίσαιτε

(너희는) 쇠퇴했기를 (바라다)

καταφθίσαιεν

(그들은) 쇠퇴했기를 (바라다)

명령법단수 καταφθίσον

(너는) 쇠퇴했어라

καταφθισάτω

(그는) 쇠퇴했어라

쌍수 καταφθίσατον

(너희 둘은) 쇠퇴했어라

καταφθισάτων

(그 둘은) 쇠퇴했어라

복수 καταφθίσατε

(너희는) 쇠퇴했어라

καταφθισάντων

(그들은) 쇠퇴했어라

부정사 καταφθίσαι

쇠퇴했는 것

분사 남성여성중성
καταφθισᾱς

καταφθισαντος

καταφθισᾱσα

καταφθισᾱσης

καταφθισαν

καταφθισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφθισάμην

(나는) 쇠퇴되었다

κατεφθίσω

(너는) 쇠퇴되었다

κατεφθίσατο

(그는) 쇠퇴되었다

쌍수 κατεφθίσασθον

(너희 둘은) 쇠퇴되었다

κατεφθισάσθην

(그 둘은) 쇠퇴되었다

복수 κατεφθισάμεθα

(우리는) 쇠퇴되었다

κατεφθίσασθε

(너희는) 쇠퇴되었다

κατεφθίσαντο

(그들은) 쇠퇴되었다

접속법단수 καταφθίσωμαι

(나는) 쇠퇴되었자

καταφθίσῃ

(너는) 쇠퇴되었자

καταφθίσηται

(그는) 쇠퇴되었자

쌍수 καταφθίσησθον

(너희 둘은) 쇠퇴되었자

καταφθίσησθον

(그 둘은) 쇠퇴되었자

복수 καταφθισώμεθα

(우리는) 쇠퇴되었자

καταφθίσησθε

(너희는) 쇠퇴되었자

καταφθίσωνται

(그들은) 쇠퇴되었자

기원법단수 καταφθισαίμην

(나는) 쇠퇴되었기를 (바라다)

καταφθίσαιο

(너는) 쇠퇴되었기를 (바라다)

καταφθίσαιτο

(그는) 쇠퇴되었기를 (바라다)

쌍수 καταφθίσαισθον

(너희 둘은) 쇠퇴되었기를 (바라다)

καταφθισαίσθην

(그 둘은) 쇠퇴되었기를 (바라다)

복수 καταφθισαίμεθα

(우리는) 쇠퇴되었기를 (바라다)

καταφθίσαισθε

(너희는) 쇠퇴되었기를 (바라다)

καταφθίσαιντο

(그들은) 쇠퇴되었기를 (바라다)

명령법단수 καταφθίσαι

(너는) 쇠퇴되었어라

καταφθισάσθω

(그는) 쇠퇴되었어라

쌍수 καταφθίσασθον

(너희 둘은) 쇠퇴되었어라

καταφθισάσθων

(그 둘은) 쇠퇴되었어라

복수 καταφθίσασθε

(너희는) 쇠퇴되었어라

καταφθισάσθων

(그들은) 쇠퇴되었어라

부정사 καταφθίσεσθαι

쇠퇴되었는 것

분사 남성여성중성
καταφθισαμενος

καταφθισαμενου

καταφθισαμενη

καταφθισαμενης

καταφθισαμενον

καταφθισαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πτέρυγι δὲ καπνὸσ ὥσ τισ οὐ‐ ρανίᾳ πεσοῦσα δορὶ καταφθίνει γᾶ. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric6)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, lyric6)

  • ποία δὲ σώματοσ ἰσχὺσ οὐκ ἐξαμβλοῦται καὶ καταφθίνει δι’ ἀμέλειαν καὶ τρυφὴν καὶ καχεξίαν; (Plutarch, De liberis educandis, section 4 12:3)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 4 12:3)

유의어

  1. 쇠퇴하다

  2. 파괴하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION