헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμπορθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμπορθέω συμπορθήσω

형태분석: συμ (접두사) + πορθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help to destroy, involved in like ruin

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπόρθω

συμπόρθεις

συμπόρθει

쌍수 συμπόρθειτον

συμπόρθειτον

복수 συμπόρθουμεν

συμπόρθειτε

συμπόρθουσιν*

접속법단수 συμπόρθω

συμπόρθῃς

συμπόρθῃ

쌍수 συμπόρθητον

συμπόρθητον

복수 συμπόρθωμεν

συμπόρθητε

συμπόρθωσιν*

기원법단수 συμπόρθοιμι

συμπόρθοις

συμπόρθοι

쌍수 συμπόρθοιτον

συμπορθοίτην

복수 συμπόρθοιμεν

συμπόρθοιτε

συμπόρθοιεν

명령법단수 συμπο͂ρθει

συμπορθεῖτω

쌍수 συμπόρθειτον

συμπορθεῖτων

복수 συμπόρθειτε

συμπορθοῦντων, συμπορθεῖτωσαν

부정사 συμπόρθειν

분사 남성여성중성
συμπορθων

συμπορθουντος

συμπορθουσα

συμπορθουσης

συμπορθουν

συμπορθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμπόρθουμαι

συμπόρθει, συμπόρθῃ

συμπόρθειται

쌍수 συμπόρθεισθον

συμπόρθεισθον

복수 συμπορθοῦμεθα

συμπόρθεισθε

συμπόρθουνται

접속법단수 συμπόρθωμαι

συμπόρθῃ

συμπόρθηται

쌍수 συμπόρθησθον

συμπόρθησθον

복수 συμπορθώμεθα

συμπόρθησθε

συμπόρθωνται

기원법단수 συμπορθοίμην

συμπόρθοιο

συμπόρθοιτο

쌍수 συμπόρθοισθον

συμπορθοίσθην

복수 συμπορθοίμεθα

συμπόρθοισθε

συμπόρθοιντο

명령법단수 συμπόρθου

συμπορθεῖσθω

쌍수 συμπόρθεισθον

συμπορθεῖσθων

복수 συμπόρθεισθε

συμπορθεῖσθων, συμπορθεῖσθωσαν

부정사 συμπόρθεισθαι

분사 남성여성중성
συμπορθουμενος

συμπορθουμενου

συμπορθουμενη

συμπορθουμενης

συμπορθουμενον

συμπορθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to help to destroy

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION