καταφορέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταφορέω
καταφορήσω
형태분석:
κατα
(접두사)
+
φορέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
어원: Frequent. of katafe/rw
뜻
- to carry down
- to pour like a stream over
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄδιψοι δὲ πάνυ οὗτοι ἦσαν, οὐδ’ ἐξεμάνη τῶν φρενιτικῶν οὐδείσ, ὥσπερ ἐπ’ ἄλλοισιν, ἀλλ’ ἄλλῃ τινὶ καταφορῇ νωθρῇ καρηβαρέεσ ἀπώλλυντο. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 194)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 194)
- τρίτῃ οἱ μὲν σπασμοὶ ἀπέλιπον, κῶμα δὲ καὶ καταφορὴ καὶ πάλιν ἔγερσισ‧ ἀνήϊσσε, κατέχειν οὐκ ἠδύνατο, παρέλεγε πολλά, πυρετὸσ ὀξύσ, ἐσ νύκτα δὲ ταύτην ἵδρωσε πολλῷ θερμῷ δι’ ὅλου‧ ἄπυροσ, ὕπνωσε, πάντα κατενόει, ἐκρίθη. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 385)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 385)
- παρέπεται δὲ δύσπνοια, ἀγρυπνίη, ἀποσιτίη, μήλων ἐρύθημα φαιδρὸν, βὴξ ξηρὴ, πτύελα μόλισ ἀναγόμενα, φλέγμα ἢ χολῶδεσ, ἢ δίαιμον κατακορέωσ , ἢ ὑπόξανθον· καὶ τάδε τάξιν οὐκ ἴσχοντα, ἄλλοτε δὲ ἄλλα ἐπιφοιτέοντα καὶ ἀπογιγνόμενα· κάκιον δὲ ἁπάντων, ἢν τὸ δίαιμον ἐκλείπῃ, γίγνονται δὲ παράληροι· ἔστι δ’ ὅτε καὶ κωματώδεεσ , καὶ ἐν τῇ καταφορῇ παράφοροι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 126)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 126)
- Ἐπὶ χρονίῳ νουσήματι κοιλίησ καταφορὴ, κακόν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 87.83)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 87.83)
유의어
-
to carry down
-
to pour like a stream over
- ἐπιχέω (to be poured over, to stream to, to come like a stream over)
- εἰσχέω (to pour in or into, to stream in)
- ἐπαφύσσω (to pour over)
파생어
- διαφορέω (뿌리다, 전시하다, 제거하다)
- ἐκφορέω (수행하다, 치르다, 달성하다)
- ἐμφορέω (담그다, 지우다, 부과하다)
- ἐπιφορέω (지우다, 부과하다)
- παραφορέω (to set before)
- προσφορέω (가져오다)
- προφορέομαι (to carry on the web by passing the weft, to run to and fro)
- συμφορέω (모으다, 수집하다, 거두다)
- ὑπερφορέω (to carry over)
- φορέω (나르다, 운반하다, 들다)