Ancient Greek-English Dictionary Language

καταδιαλλάσσω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καταδιαλλάσσω καταδιαλλάξω

Structure: κατα (Prefix) + δι (Prefix) + ἀλλάσς (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to reconcile again

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταδιαλλάσσω καταδιαλλάσσεις καταδιαλλάσσει
Dual καταδιαλλάσσετον καταδιαλλάσσετον
Plural καταδιαλλάσσομεν καταδιαλλάσσετε καταδιαλλάσσουσιν*
SubjunctiveSingular καταδιαλλάσσω καταδιαλλάσσῃς καταδιαλλάσσῃ
Dual καταδιαλλάσσητον καταδιαλλάσσητον
Plural καταδιαλλάσσωμεν καταδιαλλάσσητε καταδιαλλάσσωσιν*
OptativeSingular καταδιαλλάσσοιμι καταδιαλλάσσοις καταδιαλλάσσοι
Dual καταδιαλλάσσοιτον καταδιαλλασσοίτην
Plural καταδιαλλάσσοιμεν καταδιαλλάσσοιτε καταδιαλλάσσοιεν
ImperativeSingular καταδιάλλασσε καταδιαλλασσέτω
Dual καταδιαλλάσσετον καταδιαλλασσέτων
Plural καταδιαλλάσσετε καταδιαλλασσόντων, καταδιαλλασσέτωσαν
Infinitive καταδιαλλάσσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταδιαλλασσων καταδιαλλασσοντος καταδιαλλασσουσα καταδιαλλασσουσης καταδιαλλασσον καταδιαλλασσοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταδιαλλάσσομαι καταδιαλλάσσει, καταδιαλλάσσῃ καταδιαλλάσσεται
Dual καταδιαλλάσσεσθον καταδιαλλάσσεσθον
Plural καταδιαλλασσόμεθα καταδιαλλάσσεσθε καταδιαλλάσσονται
SubjunctiveSingular καταδιαλλάσσωμαι καταδιαλλάσσῃ καταδιαλλάσσηται
Dual καταδιαλλάσσησθον καταδιαλλάσσησθον
Plural καταδιαλλασσώμεθα καταδιαλλάσσησθε καταδιαλλάσσωνται
OptativeSingular καταδιαλλασσοίμην καταδιαλλάσσοιο καταδιαλλάσσοιτο
Dual καταδιαλλάσσοισθον καταδιαλλασσοίσθην
Plural καταδιαλλασσοίμεθα καταδιαλλάσσοισθε καταδιαλλάσσοιντο
ImperativeSingular καταδιαλλάσσου καταδιαλλασσέσθω
Dual καταδιαλλάσσεσθον καταδιαλλασσέσθων
Plural καταδιαλλάσσεσθε καταδιαλλασσέσθων, καταδιαλλασσέσθωσαν
Infinitive καταδιαλλάσσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταδιαλλασσομενος καταδιαλλασσομενου καταδιαλλασσομενη καταδιαλλασσομενης καταδιαλλασσομενον καταδιαλλασσομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταδιαλλάξω καταδιαλλάξεις καταδιαλλάξει
Dual καταδιαλλάξετον καταδιαλλάξετον
Plural καταδιαλλάξομεν καταδιαλλάξετε καταδιαλλάξουσιν*
OptativeSingular καταδιαλλάξοιμι καταδιαλλάξοις καταδιαλλάξοι
Dual καταδιαλλάξοιτον καταδιαλλαξοίτην
Plural καταδιαλλάξοιμεν καταδιαλλάξοιτε καταδιαλλάξοιεν
Infinitive καταδιαλλάξειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταδιαλλαξων καταδιαλλαξοντος καταδιαλλαξουσα καταδιαλλαξουσης καταδιαλλαξον καταδιαλλαξοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταδιαλλάξομαι καταδιαλλάξει, καταδιαλλάξῃ καταδιαλλάξεται
Dual καταδιαλλάξεσθον καταδιαλλάξεσθον
Plural καταδιαλλαξόμεθα καταδιαλλάξεσθε καταδιαλλάξονται
OptativeSingular καταδιαλλαξοίμην καταδιαλλάξοιο καταδιαλλάξοιτο
Dual καταδιαλλάξοισθον καταδιαλλαξοίσθην
Plural καταδιαλλαξοίμεθα καταδιαλλάξοισθε καταδιαλλάξοιντο
Infinitive καταδιαλλάξεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταδιαλλαξομενος καταδιαλλαξομενου καταδιαλλαξομενη καταδιαλλαξομενης καταδιαλλαξομενον καταδιαλλαξομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to reconcile again

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION