헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβιβρώσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβιβρώσκω καταβρώσομαι κατεβρώθην καταβέβρωμαι

형태분석: κατα (접두사) + βιβρώσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 먹어치우다, 먹다, 삼키다
  1. to eat up, devour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιβρώσκω

(나는) 먹어치운다

καταβιβρώσκεις

(너는) 먹어치운다

καταβιβρώσκει

(그는) 먹어치운다

쌍수 καταβιβρώσκετον

(너희 둘은) 먹어치운다

καταβιβρώσκετον

(그 둘은) 먹어치운다

복수 καταβιβρώσκομεν

(우리는) 먹어치운다

καταβιβρώσκετε

(너희는) 먹어치운다

καταβιβρώσκουσιν*

(그들은) 먹어치운다

접속법단수 καταβιβρώσκω

(나는) 먹어치우자

καταβιβρώσκῃς

(너는) 먹어치우자

καταβιβρώσκῃ

(그는) 먹어치우자

쌍수 καταβιβρώσκητον

(너희 둘은) 먹어치우자

καταβιβρώσκητον

(그 둘은) 먹어치우자

복수 καταβιβρώσκωμεν

(우리는) 먹어치우자

καταβιβρώσκητε

(너희는) 먹어치우자

καταβιβρώσκωσιν*

(그들은) 먹어치우자

기원법단수 καταβιβρώσκοιμι

(나는) 먹어치우기를 (바라다)

καταβιβρώσκοις

(너는) 먹어치우기를 (바라다)

καταβιβρώσκοι

(그는) 먹어치우기를 (바라다)

쌍수 καταβιβρώσκοιτον

(너희 둘은) 먹어치우기를 (바라다)

καταβιβρωσκοίτην

(그 둘은) 먹어치우기를 (바라다)

복수 καταβιβρώσκοιμεν

(우리는) 먹어치우기를 (바라다)

καταβιβρώσκοιτε

(너희는) 먹어치우기를 (바라다)

καταβιβρώσκοιεν

(그들은) 먹어치우기를 (바라다)

명령법단수 καταβίβρωσκε

(너는) 먹어치우어라

καταβιβρωσκέτω

(그는) 먹어치우어라

쌍수 καταβιβρώσκετον

(너희 둘은) 먹어치우어라

καταβιβρωσκέτων

(그 둘은) 먹어치우어라

복수 καταβιβρώσκετε

(너희는) 먹어치우어라

καταβιβρωσκόντων, καταβιβρωσκέτωσαν

(그들은) 먹어치우어라

부정사 καταβιβρώσκειν

먹어치우는 것

분사 남성여성중성
καταβιβρωσκων

καταβιβρωσκοντος

καταβιβρωσκουσα

καταβιβρωσκουσης

καταβιβρωσκον

καταβιβρωσκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβιβρώσκομαι

(나는) 먹어치워진다

καταβιβρώσκει, καταβιβρώσκῃ

(너는) 먹어치워진다

καταβιβρώσκεται

(그는) 먹어치워진다

쌍수 καταβιβρώσκεσθον

(너희 둘은) 먹어치워진다

καταβιβρώσκεσθον

(그 둘은) 먹어치워진다

복수 καταβιβρωσκόμεθα

(우리는) 먹어치워진다

καταβιβρώσκεσθε

(너희는) 먹어치워진다

καταβιβρώσκονται

(그들은) 먹어치워진다

접속법단수 καταβιβρώσκωμαι

(나는) 먹어치워지자

καταβιβρώσκῃ

(너는) 먹어치워지자

καταβιβρώσκηται

(그는) 먹어치워지자

쌍수 καταβιβρώσκησθον

(너희 둘은) 먹어치워지자

καταβιβρώσκησθον

(그 둘은) 먹어치워지자

복수 καταβιβρωσκώμεθα

(우리는) 먹어치워지자

καταβιβρώσκησθε

(너희는) 먹어치워지자

καταβιβρώσκωνται

(그들은) 먹어치워지자

기원법단수 καταβιβρωσκοίμην

(나는) 먹어치워지기를 (바라다)

καταβιβρώσκοιο

(너는) 먹어치워지기를 (바라다)

καταβιβρώσκοιτο

(그는) 먹어치워지기를 (바라다)

쌍수 καταβιβρώσκοισθον

(너희 둘은) 먹어치워지기를 (바라다)

καταβιβρωσκοίσθην

(그 둘은) 먹어치워지기를 (바라다)

복수 καταβιβρωσκοίμεθα

(우리는) 먹어치워지기를 (바라다)

καταβιβρώσκοισθε

(너희는) 먹어치워지기를 (바라다)

καταβιβρώσκοιντο

(그들은) 먹어치워지기를 (바라다)

명령법단수 καταβιβρώσκου

(너는) 먹어치워져라

καταβιβρωσκέσθω

(그는) 먹어치워져라

쌍수 καταβιβρώσκεσθον

(너희 둘은) 먹어치워져라

καταβιβρωσκέσθων

(그 둘은) 먹어치워져라

복수 καταβιβρώσκεσθε

(너희는) 먹어치워져라

καταβιβρωσκέσθων, καταβιβρωσκέσθωσαν

(그들은) 먹어치워져라

부정사 καταβιβρώσκεσθαι

먹어치워지는 것

분사 남성여성중성
καταβιβρωσκομενος

καταβιβρωσκομενου

καταβιβρωσκομενη

καταβιβρωσκομενης

καταβιβρωσκομενον

καταβιβρωσκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβρώσομαι

(나는) 먹어치우겠다

καταβρώσει, καταβρώσῃ

(너는) 먹어치우겠다

καταβρώσεται

(그는) 먹어치우겠다

쌍수 καταβρώσεσθον

(너희 둘은) 먹어치우겠다

καταβρώσεσθον

(그 둘은) 먹어치우겠다

복수 καταβρωσόμεθα

(우리는) 먹어치우겠다

καταβρώσεσθε

(너희는) 먹어치우겠다

καταβρώσονται

(그들은) 먹어치우겠다

기원법단수 καταβρωσοίμην

(나는) 먹어치우겠기를 (바라다)

καταβρώσοιο

(너는) 먹어치우겠기를 (바라다)

καταβρώσοιτο

(그는) 먹어치우겠기를 (바라다)

쌍수 καταβρώσοισθον

(너희 둘은) 먹어치우겠기를 (바라다)

καταβρωσοίσθην

(그 둘은) 먹어치우겠기를 (바라다)

복수 καταβρωσοίμεθα

(우리는) 먹어치우겠기를 (바라다)

καταβρώσοισθε

(너희는) 먹어치우겠기를 (바라다)

καταβρώσοιντο

(그들은) 먹어치우겠기를 (바라다)

부정사 καταβρώσεσθαι

먹어치울 것

분사 남성여성중성
καταβρωσομενος

καταβρωσομενου

καταβρωσομενη

καταβρωσομενης

καταβρωσομενον

καταβρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβίβρωσκον

(나는) 먹어치우고 있었다

κατεβίβρωσκες

(너는) 먹어치우고 있었다

κατεβίβρωσκεν*

(그는) 먹어치우고 있었다

쌍수 κατεβιβρώσκετον

(너희 둘은) 먹어치우고 있었다

κατεβιβρωσκέτην

(그 둘은) 먹어치우고 있었다

복수 κατεβιβρώσκομεν

(우리는) 먹어치우고 있었다

κατεβιβρώσκετε

(너희는) 먹어치우고 있었다

κατεβίβρωσκον

(그들은) 먹어치우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεβιβρωσκόμην

(나는) 먹어치워지고 있었다

κατεβιβρώσκου

(너는) 먹어치워지고 있었다

κατεβιβρώσκετο

(그는) 먹어치워지고 있었다

쌍수 κατεβιβρώσκεσθον

(너희 둘은) 먹어치워지고 있었다

κατεβιβρωσκέσθην

(그 둘은) 먹어치워지고 있었다

복수 κατεβιβρωσκόμεθα

(우리는) 먹어치워지고 있었다

κατεβιβρώσκεσθε

(너희는) 먹어치워지고 있었다

κατεβιβρώσκοντο

(그들은) 먹어치워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 먹어치우다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION