헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθέζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθέζομαι

형태분석: καθέζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 앉다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다
  2. 앉다, 취임하고 있다
  1. to sit down, take one's seat
  2. to sit
  3. to sit down in a country, encamp

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθέζομαι

(나는) 앉는다

καθέζει, καθέζῃ

(너는) 앉는다

καθέζεται

(그는) 앉는다

쌍수 καθέζεσθον

(너희 둘은) 앉는다

καθέζεσθον

(그 둘은) 앉는다

복수 καθεζόμεθα

(우리는) 앉는다

καθέζεσθε

(너희는) 앉는다

καθέζονται

(그들은) 앉는다

접속법단수 καθέζωμαι

(나는) 앉자

καθέζῃ

(너는) 앉자

καθέζηται

(그는) 앉자

쌍수 καθέζησθον

(너희 둘은) 앉자

καθέζησθον

(그 둘은) 앉자

복수 καθεζώμεθα

(우리는) 앉자

καθέζησθε

(너희는) 앉자

καθέζωνται

(그들은) 앉자

기원법단수 καθεζοίμην

(나는) 앉기를 (바라다)

καθέζοιο

(너는) 앉기를 (바라다)

καθέζοιτο

(그는) 앉기를 (바라다)

쌍수 καθέζοισθον

(너희 둘은) 앉기를 (바라다)

καθεζοίσθην

(그 둘은) 앉기를 (바라다)

복수 καθεζοίμεθα

(우리는) 앉기를 (바라다)

καθέζοισθε

(너희는) 앉기를 (바라다)

καθέζοιντο

(그들은) 앉기를 (바라다)

명령법단수 καθέζου

(너는) 앉아라

καθεζέσθω

(그는) 앉아라

쌍수 καθέζεσθον

(너희 둘은) 앉아라

καθεζέσθων

(그 둘은) 앉아라

복수 καθέζεσθε

(너희는) 앉아라

καθεζέσθων, καθεζέσθωσαν

(그들은) 앉아라

부정사 καθέζεσθαι

앉는 것

분사 남성여성중성
καθεζομενος

καθεζομενου

καθεζομενη

καθεζομενης

καθεζομενον

καθεζομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαθεζόμην

(나는) 앉고 있었다

ἐκαθέζου

(너는) 앉고 있었다

ἐκαθέζετο

(그는) 앉고 있었다

쌍수 ἐκαθέζεσθον

(너희 둘은) 앉고 있었다

ἐκαθεζέσθην

(그 둘은) 앉고 있었다

복수 ἐκαθεζόμεθα

(우리는) 앉고 있었다

ἐκαθέζεσθε

(너희는) 앉고 있었다

ἐκαθέζοντο

(그들은) 앉고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πολὺ γὰρ αὐτῷ ἀστειότερον ἐδόκει μετὰ τῶν μειρακυλλίων καθεζόμενον ὀαρίζειν καὶ σοφισμάτια προβάλλειν τοῖσ ἐντυγχάνουσιν ἢ ἀνδρὶ Σπαρτιάτῃ μάχεσθαι. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 43:10)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 43:10)

  • οὐ παρέργωσ οὖν οὐδὲ ἀμελῶσ ἐπήκουον αὐτῶν καθάπερ ναυαγίαν τινὰ καὶ σωτηρίαν αὐτῶν παράλογον διηγουμένων, οἱοῖ̀ εἰσιν οἱ πρὸσ τοῖσ ἱεροῖσ ἐξυρημένοι τὰσ κεφαλὰσ συνάμα πολλοὶ τὰσ τρικυμίασ καὶ ζάλασ καὶ ἀκρωτήρια καὶ ἐκβολὰσ καὶ ἱστοῦ κλάσεισ καὶ πηδαλίων ἀποκαυλίσεισ διεξιόντεσ, ἐπὶ πᾶσι δὲ τοὺσ Διοσκούρουσ ἐπιφαινομένουσ, ‐ οἰκεῖοι γὰρ τῆσ τοιαύτησ τραγῳδίασ οὗτοί γε ‐ ἢ τιν’ ἄλλον ἐκ μηχανῆσ θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον ἢ πρὸσ τοῖσ πηδαλίοισ ἑστῶτα καὶ πρόσ τινα ᾐόνα μαλακὴν ἀπευθύνοντα τὴν ναῦν, οἷ προσενεχθεῖσα ἔμελλεν αὐτὴ μὲν ἠρέμα καὶ κατὰ σχολὴν διαλυθήσεσθαι, αὐτοὶ δὲ ἀσφαλῶσ ἀποβήσεσθαι χάριτι καὶ εὐμενείᾳ τοῦ θεοῦ. (Lucian, De mercede, (no name) 1:7)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 1:7)

  • Τῷ τὸ μὲν πρὸσ τὸν ἑστῶτα λέγεσθαι τὸ κάθισον, τὸ δὲ πρὸσ τὸν καθεζόμενον· (Lucian, 11:7)

    (루키아노스, 11:7)

  • τοιαῦθ’ ἅμα διεξιόντεσ ἀφικνούμεθα ἐσ τὸ χωρίον ἔνθα ἔδει αὐτὸν καθεζόμενον διακοῦσαι τῶν εὐχῶν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 25:1)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 25:1)

  • ἔφη γὰρ ἄνθρωπόν τινα ἐπὶ τῇ ἠϊόνι καθεζόμενον ἐπὶ τὴν κυματωγὴν ἀριθμεῖν τὰ κύματα, σφαλέντα δὲ καὶ ἄχθεσθαι καὶ ἀνιᾶσθαι, ἄχρι δὴ τὴν κερδὼ παραστᾶσαν εἰπεῖν αὐτῷ, Τί, ὦ γενναῖε, ἀνιᾷ τῶν παρελθόντων ἕνεκα, δέον τὰ ἐντεῦθεν ἀρξάμενον ἀριθμεῖν ἀμελήσαντα ἐκείνων; (Lucian, 175:1)

    (루키아노스, 175:1)

유의어

  1. 앉다

  2. 앉다

  3. to sit down in a country

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION