Ancient Greek-English Dictionary Language

κακολογία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κακολογία

Structure: κακολογι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from kakolo/gos

Sense

  1. evil-speaking, reviling

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτον τὸν Διογένη ὁ μεταλαβὼν τὴν βασιλείαν Ἀντίοχοσ, οὐκ ἐνέγκασ αὐτοῦ τὴν κακολογίαν, ἀποσφαγῆναι ἐκέλευσεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 47 4:1)
  • τῇ μὲν οὖν πολυμαθείᾳ τὴν πολυλογίαν ἕπεσθαι συμβαίνει διὸ καὶ Πυθαγόρασ ἔταξε τοῖσ νέοισ πενταετῆ σιωπήν, ἐχεμυθίαν προσαγορεύσασ, τῇ δὲ περιεργίᾳ τὴν κακολογίαν ἀνάγκη συνακολουθεῖν ἃ γὰρ ἡδέωσ ἀκούουσιν ἡδέωσ λαλοῦσι, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων σπουδῇ συλλέγουσι πρὸσ ἑτέρουσ μετὰ χαρᾶσ ἐκφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 91)
  • τῇ δὲ περιεργίᾳ τὴν κακολογίαν ἀνάγκη συνακολουθεῖν ἃ γὰρ ἡδέωσ ἀκούουσιν ἡδέωσ λαλοῦσι, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων σπουδῇ συλλέγουσι πρὸσ ἑτέρουσ μετὰ χαρᾶσ ἐκφέρουσιν. (Plutarch, De curiositate, section 9 1:2)

Synonyms

  1. evil-speaking

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION