- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακοήθης?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: kakoēthēs 고전 발음: [까꼬에:테:] 신약 발음: [까꼬에테]

기본형: κακοήθης κακόηθες

형태분석: κακοηθη (어간) + ς (어미)

어원: ἦθος

  1. 간악한, 앙심을 품은, 아주 나쁜
  2. 진저리나는, 망할, 저주 받은
  3. 극히 해로운, 악의 있는
  1. (of humans and animals) ill-disposed, malicious
  2. (of humans) thinking evil; given to the worst disposition for a situation
  3. (of things) infamous, abominable
  4. (medicine, of sores, fevers, diseases) malignant

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 κακοήθης

간악한 (이)가

κακόηθες

간악한 (것)가

속격 κακοήθους

간악한 (이)의

κακοήθους

간악한 (것)의

여격 κακοήθει

간악한 (이)에게

κακοήθει

간악한 (것)에게

대격 κακοήθη

간악한 (이)를

κακόηθες

간악한 (것)를

호격 κακοῆθες

간악한 (이)야

κακόηθες

간악한 (것)야

쌍수주/대/호 κακοήθει

간악한 (이)들이

κακοήθει

간악한 (것)들이

속/여 κακοήθοιν

간악한 (이)들의

κακοήθοιν

간악한 (것)들의

복수주격 κακοήθεις

간악한 (이)들이

κακοήθη

간악한 (것)들이

속격 κακοήθων

간악한 (이)들의

κακοήθων

간악한 (것)들의

여격 κακοήθεσι(ν)

간악한 (이)들에게

κακοήθεσι(ν)

간악한 (것)들에게

대격 κακοήθεις

간악한 (이)들을

κακοήθη

간악한 (것)들을

호격 κακοήθεις

간악한 (이)들아

κακοήθη

간악한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνίοτε μέντοι καὶ ὁ ἀκροώμενος αὐτὸς ὑποβάλλει τῆς διαβολῆς τὰς ἀφορμάς, καὶ πρὸς τὸν ἐκείνου τρόπον οἱ κακοήθεις αὐτοὶ ἁρμοζόμενοι εὐστοχοῦσιν. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:1)

  • τοῦτο οἱ μὲν χρηστοὶ αἰδῶ ἐκάλεσαν, οἱ δὲ τολμηροὶ δειλίαν, οἱ δὲ κακοήθεις ἀπαιδευσίαν. (Lucian, De mercede, (no name) 11:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 11:3)

  • οἱ πάλαι πολλὰ τοιαῦτα πρὸ ἡμῶν ἀπέρριψαν ἐς τούς σοὶ ὁμοίους ἕκαστοι τοὺς τότε - ἦσαν γὰρ καὶ τότε, ὡς τὸ εἰκός, βδελυροί τινες ἐς τὰ ἤθη καὶ μιαροὶ καὶ κακοήθεις τὸν τρόπον - καὶ ὁ μὲν κόθορνόν τινα εἶπεν, εἰκάσας αὐτοῦ τὸν βίον ἀμφίβολον ὄντα τοῖς τοιούτοις ὑποδήμασιν , ὁ δὲ λύμην,^ ὅτι τὰς ἐκκλησίας θορυβώδης ῥήτωρ ὢν ἐπετάραττεν, ὁ δὲ ἑβδόμην, ὅτι ὥσπερ οἱ παῖδες ἐν ταῖς ἑβδόμαις κἀκεῖνος ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἔπαιζεν καὶ διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου. (Lucian, Pseudologista, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 13:3)

  • ἔμοιγέ τοι ἀπὸ τοὐρανοῦ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ, ἐντευθενὶ δὲ πολύ τι κακοηθέστεροι. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene4)

    (아리스토파네스, Peace, Lyric-Scene4)

  • ἐνταῦθ ἔχει διατριβὰς οὐκ ἀχρήστους οὐδὲ κακοήθεις ἀλλ ὠφελίμους καὶ σωτηρίους τὸ φιλοπευθὲς τοῦτο καὶ φιλόπραγμον, ἑκάστου πρὸς ἑαυτὸν λέγοντος, πῆ τραπόμην· (Plutarch, De curiositate, section 1 4:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 1 4:1)

유의어

  1. 간악한

  2. 진저리나는

  3. 극히 해로운

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION