Ancient Greek-English Dictionary Language

γεωργικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γεωργικός

Structure: γεωργικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from gewrgo/s

Sense

  1. of or for tillage, agricultural, country, agriculture, farming
  2. skilled in farming, a good farmer

Examples

  • νομαδικὸσ λῃστρικὸσ ἁλιευτικὸσ θηρευτικὸσ γεωργικόσ. (Aristotle, Politics, Book 1 98:1)
  • ἔτι γὰρ ἀγνοούντων τὸν ἀφανισμὸν αὐτοῦ Ῥωμαίων εἴτε κατὰ δαίμονοσ πρόνοιαν εἴτ’ ἐξ ἐπιβουλῆσ ἀνθρωπίνησ ἐγένετο, παρελθών τισ εἰσ τὴν ἀγορὰν Ιοὔλιοσ ὄνομα τῶν ἀπ’ Ἀσκανίου γεωργικὸσ ἀνὴρ καὶ τὸν βίον ἀνεπίληπτοσ, οἱο͂σ μηδὲν ἂν ψεύσασθαι κέρδουσ ἕνεκα οἰκείου, ἔφη παραγιγνόμενοσ ἐξ ἀγροῦ Ῥωμύλον ἰδεῖν ἀπιόντα ἐκ τῆσ πόλεωσ ἔχοντα τὰ ὅπλα, καὶ ἐπειδὴ ἐγγὺσ ἐγένετο ἀκοῦσαι ταῦτα αὐτοῦ λέγοντοσ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 63 4:1)
  • δὲ γεωργικὸσ ὁ βίοσ ἦν ἐν ἀλλοτρίοισ κτήμασι, τούτων ἄγοντέσ τε καὶ φέροντεσ τὰ παρεσκευασμένα πρὸσ τὴν ἐργασίαν ζεύγη τε βοϊκὰ καὶ βοσκήματα καὶ ὑποζύγια ἀχθοφόρα καὶ σκεύη παντοῖα, οἷσ γῆ τ’ ἐξεργάζεται καὶ καρποὶ συγκομίζονται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 87 9:1)
  • ἕκτῃ ποιητικὸσ ἢ τῶν περὶ μίμησίν τισ ἄλλοσ ἁρμόσει, ἑβδόμῃ δημιουργικὸσ ἢ γεωργικόσ, ὀγδόῃ σοφιστικὸσ ἢ δημοκοπικόσ, ἐνάτῃ τυραννικόσ. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 151:1)
  • γεωργικὸσ δὲ ὢν σφόδρα τῆσ γῆσ ἐπεμελεῖτο φυτοῖσ αὐτὴν καὶ παντοδαποῖσ τιθηνῶν σπέρμασι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 271:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION