- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γέεννα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: geenna 고전 발음: [게엔나] 신약 발음: [개앤나]

기본형: γέεννα γεέννης

형태분석: γεενν (어간) + α (어미)

  1. 게헨나, 지옥
  2. 지옥, 게헨나
  1. Gehenna
  2. hell

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γέεννα

게헨나가

γεέννα

게헨나들이

γέενναι

게헨나들이

속격 γεέννης

게헨나의

γεένναιν

게헨나들의

γεεννῶν

게헨나들의

여격 γεέννῃ

게헨나에게

γεένναιν

게헨나들에게

γεένναις

게헨나들에게

대격 γέενναν

게헨나를

γεέννα

게헨나들을

γεέννας

게헨나들을

호격 γέεννα

게헨나야

γεέννα

게헨나들아

γέενναι

게헨나들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὃς δ ἂν εἴπῃ Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. (, chapter 1 180:3)

    (, chapter 1 180:3)

  • εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ, συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν: (, chapter 1 187:1)

    (, chapter 1 187:1)

  • καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ, συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου εἰς γέενναν ἀπέλθῃ. (, chapter 1 188:1)

    (, chapter 1 188:1)

  • φοβεῖσθε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. (, chapter 1 384:2)

    (, chapter 1 384:2)

  • καλόν σοί ἐστιν μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. (, chapter 11 309:2)

    (, chapter 11 309:2)

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION