헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φυλή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φυλή φυλῆς

형태분석: φυλ (어간) + η (어미)

어원: fu/w

  1. 부족, 대가족, 집단, 징조
  2. 군, 행정 구획
  1. A union of individuals into a community
  2. A union based on descent: tribe, clan
  3. A union based on location: county
  4. A division of soldiers

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φή]μα, σὺ γ[ὰ]ρ ἀ[γγελίαισ θνατῶν ἐπ]οιχνεῖσ φῦ]λα, καὶ πᾶ[! (Bacchylides, , epinicians, ode 10 1:1)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 10 1:1)

  • διελθόντεσ δὲ καὶ τούτουσ εἰσ τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον, εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺσ ἡμιθέουσ τε καὶ τὰσ ἡρωΐνασ καὶ τὸν ἄλλον ὅμιλον τῶν νεκρῶν κατὰ ἔθνη καὶ κατὰ φῦλα διαιτωμένουσ, τοὺσ μὲν παλαιούσ τινασ καὶ εὐρωτιῶντασ καὶ ὥσ φησιν Ὅμηροσ, ἀμενηνούσ, τοὺσ δ’ ἔτι νεαλεῖσ καὶ συνεστηκότασ, καὶ μάλιστα τοὺσ Αἰγυπτίουσ αὐτῶν διὰ τὸ πολυαρκὲσ τῆσ ταριχείασ. (Lucian, Necyomantia, (no name) 15:1)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 15:1)

  • ἐκ τῆσ γὰρ γένοσ ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων, τῆσ γὰρ ὀλώιόν ἐστι γένοσ καὶ φῦλα γυναικῶν, πῆμα μέγ’ αἳ θνητοῖσι μετ’ ἀνδράσι ναιετάουσιν οὐλομένησ πενίησ οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο. (Hesiod, Theogony, Book Th. 57:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 57:1)

  • ὁρῶ δὲ φῦλα τρία τριῶν στρατευμάτων· (Euripides, Suppliants, episode14)

    (에우리피데스, Suppliants, episode14)

  • σὺ δὲ ἐοίκασ ἐπὶ Ἀρμενίουσ καὶ Παρθυαίουσ ἐλάσειν μάχιμα φῦλα καὶ τὴν τοξικὴν εὔστοχα. (Lucian, 56:3)

    (루키아노스, 56:3)

유의어

  1. 부족

  2. A division of soldiers

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION