Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμαθής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμαθής εὐμαθές

Structure: εὐμαθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: manqa/nw

Sense

  1. ready or quick at learning
  2. easy to learn or discern, intelligible, well-known

Examples

  • ἔστι δή τισ Ἰσαίου λόγοσ ὑπὲρ Εὐμάθουσ, μετοίκου τινὸσ τῶν τραπεζιτευόντων Ἀθήνησιν, ὃν εἰσ δουλείαν ἀγόμενον ὑπὸ τοῦ κληρονομήσαντοσ τὸν ἀπηλευθερωκότα τῶν ἀστῶν τισ ἀφαιρεῖται καὶ τὴν ἀπολογίαν ποιεῖται περὶ αὐτοῦ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 54)
  • μικρὰ δέ μου ἀκούσατε, ἵνα μηδεὶσ ὑπολάβῃ ὑμῶν, ὡσ ἐγὼ προπετείᾳ ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀδικίᾳ πρὸσ τὰ Εὐμάθουσ πράγματα προσῆλθον. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 5 1:2)
  • μικρὰ δέ μου ἀκούσατε, ἵνα μηδεὶσ ὑπολάβῃ ὑμῶν, ὡσ ἐγὼ προπετείᾳ ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀδικίᾳ πρὸσ τὰ Εὐμάθουσ πράγματα προσῆλθον. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 7 1:7)
  • ἥ τε γὰρ προπέτεια καὶ ἡ ἀδικία καὶ τὸ πρὸσ τὰ Εὐμάθουσ πράγματα προσελθεῖν πεποιημένοισ μᾶλλον ἐοίκεν ἢ αὐτοφυέσι. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 7 1:8)

Synonyms

  1. ready or quick at learning

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION