- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐποτρύνω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: epotrynō 고전 발음: [에뽀뤼노:] 신약 발음: [애뽀뤼노]

기본형: ἐποτρύνω ἐποτρυνῶ

형태분석: ἐπ (접두사) + ὀτρύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흥분시키다, 자극하다, 일으키다, 동요시키다, 불러일으키다
  2. 서두르다, 가속하다, 속행하다, 진행하다, 빠르게 가다, 전진하다, 급히 가다
  1. to stir up, excite, urge on, to urge
  2. to stir up against, sends urgent, gave the signal for, let us urge on our, to press on, hasten

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποτρύνω

(나는) 흥분시킨다

ἐποτρύνεις

(너는) 흥분시킨다

ἐποτρύνει

(그는) 흥분시킨다

쌍수 ἐποτρύνετον

(너희 둘은) 흥분시킨다

ἐποτρύνετον

(그 둘은) 흥분시킨다

복수 ἐποτρύνομεν

(우리는) 흥분시킨다

ἐποτρύνετε

(너희는) 흥분시킨다

ἐποτρύνουσι(ν)

(그들은) 흥분시킨다

접속법단수 ἐποτρύνω

(나는) 흥분시키자

ἐποτρύνῃς

(너는) 흥분시키자

ἐποτρύνῃ

(그는) 흥분시키자

쌍수 ἐποτρύνητον

(너희 둘은) 흥분시키자

ἐποτρύνητον

(그 둘은) 흥분시키자

복수 ἐποτρύνωμεν

(우리는) 흥분시키자

ἐποτρύνητε

(너희는) 흥분시키자

ἐποτρύνωσι(ν)

(그들은) 흥분시키자

기원법단수 ἐποτρύνοιμι

(나는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐποτρύνοις

(너는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐποτρύνοι

(그는) 흥분시키기를 (바라다)

쌍수 ἐποτρύνοιτον

(너희 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

ἐποτρυνοίτην

(그 둘은) 흥분시키기를 (바라다)

복수 ἐποτρύνοιμεν

(우리는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐποτρύνοιτε

(너희는) 흥분시키기를 (바라다)

ἐποτρύνοιεν

(그들은) 흥분시키기를 (바라다)

명령법단수 ἐπότρυνε

(너는) 흥분시켜라

ἐποτρυνέτω

(그는) 흥분시켜라

쌍수 ἐποτρύνετον

(너희 둘은) 흥분시켜라

ἐποτρυνέτων

(그 둘은) 흥분시켜라

복수 ἐποτρύνετε

(너희는) 흥분시켜라

ἐποτρυνόντων, ἐποτρυνέτωσαν

(그들은) 흥분시켜라

부정사 ἐποτρύνειν

흥분시키는 것

분사 남성여성중성
ἐποτρυνων

ἐποτρυνοντος

ἐποτρυνουσα

ἐποτρυνουσης

ἐποτρυνον

ἐποτρυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποτρύνομαι

(나는) 흥분한다

ἐποτρύνει, ἐποτρύνῃ

(너는) 흥분한다

ἐποτρύνεται

(그는) 흥분한다

쌍수 ἐποτρύνεσθον

(너희 둘은) 흥분한다

ἐποτρύνεσθον

(그 둘은) 흥분한다

복수 ἐποτρυνόμεθα

(우리는) 흥분한다

ἐποτρύνεσθε

(너희는) 흥분한다

ἐποτρύνονται

(그들은) 흥분한다

접속법단수 ἐποτρύνωμαι

(나는) 흥분하자

ἐποτρύνῃ

(너는) 흥분하자

ἐποτρύνηται

(그는) 흥분하자

쌍수 ἐποτρύνησθον

(너희 둘은) 흥분하자

ἐποτρύνησθον

(그 둘은) 흥분하자

복수 ἐποτρυνώμεθα

(우리는) 흥분하자

ἐποτρύνησθε

(너희는) 흥분하자

ἐποτρύνωνται

(그들은) 흥분하자

기원법단수 ἐποτρυνοίμην

(나는) 흥분하기를 (바라다)

ἐποτρύνοιο

(너는) 흥분하기를 (바라다)

ἐποτρύνοιτο

(그는) 흥분하기를 (바라다)

쌍수 ἐποτρύνοισθον

(너희 둘은) 흥분하기를 (바라다)

ἐποτρυνοίσθην

(그 둘은) 흥분하기를 (바라다)

복수 ἐποτρυνοίμεθα

(우리는) 흥분하기를 (바라다)

ἐποτρύνοισθε

(너희는) 흥분하기를 (바라다)

ἐποτρύνοιντο

(그들은) 흥분하기를 (바라다)

명령법단수 ἐποτρύνου

(너는) 흥분해라

ἐποτρυνέσθω

(그는) 흥분해라

쌍수 ἐποτρύνεσθον

(너희 둘은) 흥분해라

ἐποτρυνέσθων

(그 둘은) 흥분해라

복수 ἐποτρύνεσθε

(너희는) 흥분해라

ἐποτρυνέσθων, ἐποτρυνέσθωσαν

(그들은) 흥분해라

부정사 ἐποτρύνεσθαι

흥분하는 것

분사 남성여성중성
ἐποτρυνομενος

ἐποτρυνομενου

ἐποτρυνομενη

ἐποτρυνομενης

ἐποτρυνομενον

ἐποτρυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῶτρυνον

(나는) 흥분시키고 있었다

ἐπῶτρυνες

(너는) 흥분시키고 있었다

ἐπῶτρυνε(ν)

(그는) 흥분시키고 있었다

쌍수 ἐπώτρυνετον

(너희 둘은) 흥분시키고 있었다

ἐπωτρῦνετην

(그 둘은) 흥분시키고 있었다

복수 ἐπώτρυνομεν

(우리는) 흥분시키고 있었다

ἐπώτρυνετε

(너희는) 흥분시키고 있었다

ἐπῶτρυνον

(그들은) 흥분시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπωτρῦνομην

(나는) 흥분하고 있었다

ἐπώτρυνου

(너는) 흥분하고 있었다

ἐπώτρυνετο

(그는) 흥분하고 있었다

쌍수 ἐπώτρυνεσθον

(너희 둘은) 흥분하고 있었다

ἐπωτρῦνεσθην

(그 둘은) 흥분하고 있었다

복수 ἐπωτρῦνομεθα

(우리는) 흥분하고 있었다

ἐπώτρυνεσθε

(너희는) 흥분하고 있었다

ἐπώτρυνοντο

(그들은) 흥분하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ οὐδὲ ὁ ἄρχων οὑτοσὶ διίστησιν αὐτοὺς καὶ λύει τὴν μάχην - τεκμαίρομαι γὰρ τῇ πορφυρίδι τῶν ἀρχόντων τινὰ τοῦτον εἶναι - ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 3:3)

  • δμωσὶ δ ἐποτρύνειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν, εὖτ ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ωἀρίωνος, χώρῳ ἐν εὐαέι καὶ ἐυτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ. (Hesiod, Works and Days, Book WD 66:1)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 66:1)

  • τῆς δὲ τρίτης ἡμέρας ἑώθεν μὲν εὐθὺς ἐπορεύοντο σαλπιγκταί μέλος οὐ προσόδιον καὶ πομπικόν, ἀλλ οἱῴ μαχομένους ἐποτρύνουσιν αὑτοὺς Ῥωμαῖοι, προσεγκελευόμενοι. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 33 1:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 33 1:1)

  • Πάρθοι γὰρ οὐ κέρασιν οὐδὲ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς εἰς μάχην, ἀλλὰ ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς ἅμα πολλαχόθεν ἐπιδουποῦσι, τὰ δὲ φθέγγεται βύθιόν τι καὶ δεινόν, ὠρυγῇ θηριώδει καὶ τραχύτητι βροντῆς μεμιγμένον, εὖ πως συνεωρακότες ὅτι τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστὶ τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ ταύτην πάθη τάχιστα κινεῖ καὶ μάλιστα ἐξίστησι τὴν διάνοιαν. (Plutarch, chapter 23 7:1)

    (플루타르코스, chapter 23 7:1)

  • ἐπιμελεῖσθαι οὖν οὐ δεῖ περὶ στάσιος μισθοῦ‧ ἄχρηστον γὰρ ἡγεύμεθα ἐνθύμησιν ὀχλεομένῳ τὴν τοιαύτην, πολὺ δὲ μᾶλλον ἐν ὀξεῖ νοσήματι‧ νούσου γὰρ ταχυτὴς καιρὸν μὴ διδοῦσα ἐς ἀναστροφὴν οὐκ ἐποτρύνει τὸν καλῶς ἰητρεύοντα ζητεῖν τὸ λυσιτελές, ἔχεσθαι δὲ δόξης μᾶλλον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, iv.2)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, PARAGGELIAI, iv.2)

  • αὐτὰρ ἐγὼν Ἰθάκηνδ ἐσελεύσομαι, ὄφρα οἱ υἱὸν μᾶλλον ἐποτρύνω καί οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω, εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, οἵ τέ οἱ αἰεὶ μῆλ ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς. (Homer, Odyssey, Book 1 9:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 1 9:3)

  • ἀλλὰ σύ πέρ μοι ἄναξ τόδε καρτερὸν ἕλκος ἄκεσσαι, κοίμησον δ ὀδύνας, δὸς δὲ κράτος, ὄφρ ἑτάροισι κεκλόμενος Λυκίοισιν ἐποτρύνω πολεμίζειν, αὐτός τ ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχωμαι. (Homer, Iliad, Book 16 42:12)

    (호메로스, 일리아스, Book 16 42:12)

유의어

  1. 흥분시키다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION