헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιστήμη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιστήμη ἐπιστήμης

형태분석: ἐπιστημ (어간) + η (어미)

어원: e)pi/stamai

  1. 과학, 기술
  2. 지식, 학문
  1. science
  2. knowledge

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπιστήμη

과학이

ἐπιστήμᾱ

과학들이

ἐπιστῆμαι

과학들이

속격 ἐπιστήμης

과학의

ἐπιστήμαιν

과학들의

ἐπιστημῶν

과학들의

여격 ἐπιστήμῃ

과학에게

ἐπιστήμαιν

과학들에게

ἐπιστήμαις

과학들에게

대격 ἐπιστήμην

과학을

ἐπιστήμᾱ

과학들을

ἐπιστήμᾱς

과학들을

호격 ἐπιστήμη

과학아

ἐπιστήμᾱ

과학들아

ἐπιστῆμαι

과학들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ ἐποίησε Βεσελεήλ καὶ Ἐλιὰβ καὶ πᾶσ σοφὸσ τῇ διανοίᾳ, ᾧ ἐδόθη σοφία καὶ ἐπιστήμη ἐν αὐτοῖσ συνιέναι ποιεῖν πάντα τὰ ἔργα κατὰ τὰ ἅγια καθήκοντα, κατὰ πάντα ὅσα συνέταξε Κύριοσ. (Septuagint, Liber Exodus 36:1)

    (70인역 성경, 탈출기 36:1)

  • ὅτι ἔθνοσ ἀπολωλεκὸσ βουλήν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖσ ἐπιστήμη. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:28)

    (70인역 성경, 신명기 32:28)

  • καὶ ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐδίδασκεν Ἔσδρασ καὶ διέστελλεν ἐν ἐπιστήμῃ Κυρίου, καὶ συνῆκεν ὁ λαὸσ ἐν τῇ ἀναγνώσει. (Septuagint, Liber Nehemiae 8:8)

    (70인역 성경, 느헤미야기 8:8)

  • ἠκούσαμεν γὰρ τὴν σοφίαν σου καὶ τὰ πανουργεύματα τῆσ ψυχῆσ σου, καὶ ἀνηγγέλη πάσῃ τῇ γῇ ὅτι σὺ μόνοσ ἀγαθὸσ ἐν πάσῃ βασιλείᾳ καὶ δυνατὸσ ἐν ἐπιστήμῃ καὶ θαυμαστὸσ ἐν στρατεύμασι πολέμου. (Septuagint, Liber Iudith 11:8)

    (70인역 성경, 유딧기 11:8)

  • ἐν πολλῷ χρόνῳ σοφία, ἐν δὲ πολλῷ βίῳ ἐπιστήμη. (Septuagint, Liber Iob 12:12)

    (70인역 성경, 욥기 12:12)

유의어

  1. 과학

  2. 지식

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION