헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικαλύπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικαλύπτω ἐπικαλύψω

형태분석: ἐπι (접두사) + καλύπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 감추다, 가리다, 숨기다, 뒤덮다
  1. to cover over, cover up, shroud
  2. to put as a covering over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλύπτω

(나는) 감춘다

ἐπικαλύπτεις

(너는) 감춘다

ἐπικαλύπτει

(그는) 감춘다

쌍수 ἐπικαλύπτετον

(너희 둘은) 감춘다

ἐπικαλύπτετον

(그 둘은) 감춘다

복수 ἐπικαλύπτομεν

(우리는) 감춘다

ἐπικαλύπτετε

(너희는) 감춘다

ἐπικαλύπτουσιν*

(그들은) 감춘다

접속법단수 ἐπικαλύπτω

(나는) 감추자

ἐπικαλύπτῃς

(너는) 감추자

ἐπικαλύπτῃ

(그는) 감추자

쌍수 ἐπικαλύπτητον

(너희 둘은) 감추자

ἐπικαλύπτητον

(그 둘은) 감추자

복수 ἐπικαλύπτωμεν

(우리는) 감추자

ἐπικαλύπτητε

(너희는) 감추자

ἐπικαλύπτωσιν*

(그들은) 감추자

기원법단수 ἐπικαλύπτοιμι

(나는) 감추기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοις

(너는) 감추기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοι

(그는) 감추기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλύπτοιτον

(너희 둘은) 감추기를 (바라다)

ἐπικαλυπτοίτην

(그 둘은) 감추기를 (바라다)

복수 ἐπικαλύπτοιμεν

(우리는) 감추기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοιτε

(너희는) 감추기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοιεν

(그들은) 감추기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικάλυπτε

(너는) 감추어라

ἐπικαλυπτέτω

(그는) 감추어라

쌍수 ἐπικαλύπτετον

(너희 둘은) 감추어라

ἐπικαλυπτέτων

(그 둘은) 감추어라

복수 ἐπικαλύπτετε

(너희는) 감추어라

ἐπικαλυπτόντων, ἐπικαλυπτέτωσαν

(그들은) 감추어라

부정사 ἐπικαλύπτειν

감추는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλυπτων

ἐπικαλυπτοντος

ἐπικαλυπτουσα

ἐπικαλυπτουσης

ἐπικαλυπτον

ἐπικαλυπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλύπτομαι

(나는) 감추어진다

ἐπικαλύπτει, ἐπικαλύπτῃ

(너는) 감추어진다

ἐπικαλύπτεται

(그는) 감추어진다

쌍수 ἐπικαλύπτεσθον

(너희 둘은) 감추어진다

ἐπικαλύπτεσθον

(그 둘은) 감추어진다

복수 ἐπικαλυπτόμεθα

(우리는) 감추어진다

ἐπικαλύπτεσθε

(너희는) 감추어진다

ἐπικαλύπτονται

(그들은) 감추어진다

접속법단수 ἐπικαλύπτωμαι

(나는) 감추어지자

ἐπικαλύπτῃ

(너는) 감추어지자

ἐπικαλύπτηται

(그는) 감추어지자

쌍수 ἐπικαλύπτησθον

(너희 둘은) 감추어지자

ἐπικαλύπτησθον

(그 둘은) 감추어지자

복수 ἐπικαλυπτώμεθα

(우리는) 감추어지자

ἐπικαλύπτησθε

(너희는) 감추어지자

ἐπικαλύπτωνται

(그들은) 감추어지자

기원법단수 ἐπικαλυπτοίμην

(나는) 감추어지기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοιο

(너는) 감추어지기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοιτο

(그는) 감추어지기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλύπτοισθον

(너희 둘은) 감추어지기를 (바라다)

ἐπικαλυπτοίσθην

(그 둘은) 감추어지기를 (바라다)

복수 ἐπικαλυπτοίμεθα

(우리는) 감추어지기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοισθε

(너희는) 감추어지기를 (바라다)

ἐπικαλύπτοιντο

(그들은) 감추어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικαλύπτου

(너는) 감추어져라

ἐπικαλυπτέσθω

(그는) 감추어져라

쌍수 ἐπικαλύπτεσθον

(너희 둘은) 감추어져라

ἐπικαλυπτέσθων

(그 둘은) 감추어져라

복수 ἐπικαλύπτεσθε

(너희는) 감추어져라

ἐπικαλυπτέσθων, ἐπικαλυπτέσθωσαν

(그들은) 감추어져라

부정사 ἐπικαλύπτεσθαι

감추어지는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλυπτομενος

ἐπικαλυπτομενου

ἐπικαλυπτομενη

ἐπικαλυπτομενης

ἐπικαλυπτομενον

ἐπικαλυπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκάλυπτον

(나는) 감추고 있었다

ἐπεκάλυπτες

(너는) 감추고 있었다

ἐπεκάλυπτεν*

(그는) 감추고 있었다

쌍수 ἐπεκαλύπτετον

(너희 둘은) 감추고 있었다

ἐπεκαλυπτέτην

(그 둘은) 감추고 있었다

복수 ἐπεκαλύπτομεν

(우리는) 감추고 있었다

ἐπεκαλύπτετε

(너희는) 감추고 있었다

ἐπεκάλυπτον

(그들은) 감추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκαλυπτόμην

(나는) 감추어지고 있었다

ἐπεκαλύπτου

(너는) 감추어지고 있었다

ἐπεκαλύπτετο

(그는) 감추어지고 있었다

쌍수 ἐπεκαλύπτεσθον

(너희 둘은) 감추어지고 있었다

ἐπεκαλυπτέσθην

(그 둘은) 감추어지고 있었다

복수 ἐπεκαλυπτόμεθα

(우리는) 감추어지고 있었다

ἐπεκαλύπτεσθε

(너희는) 감추어지고 있었다

ἐπεκαλύπτοντο

(그들은) 감추어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 감추다

  2. to put as a covering over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION