Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιεικής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπιεικής ἐπιεικές

Structure: ἐπιεικη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)ko/s

Sense

  1. fitting, suitable
  2. (after Homer), (of statements, rights), reasonable
  3. fair, equitable, not according to the letter of the law

Examples

  • ὅτι σύ, Κύριε, χρηστὸσ καὶ ἐπιεικὴσ καὶ πολυέλεοσ πᾶσι τοῖσ ἐπικαλουμένοισ σε. (Septuagint, Liber Psalmorum 85:5)
  • ἡ μὲν Ἡροδότου διάθεσισ ἐν ἅπασιν ἐπιεικὴσ καὶ τοῖσ μὲν ἀγαθοῖσ συνηδομένη, τοῖσ δὲ κακοῖσ συναλγοῦσα· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 15:2)
  • μέτριοσ, ἐπιεικήσ, ἁρμόδιοσ τῷ βίῳ, τὸ δὲ μέγιστον, διπλοῦσ. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 25:6)
  • "ἀλλὰ τὴν Γοργοῦσ ἴσωσ ποινὴν οὐκ ἀκηκόατε τῆσ Κρήσσησ, παραπλήσια τῇ Παρακυπτούσῃ παθούσησ πλὴν ἐκείνη μὲν ἀπελιθώθη παρακύψασα τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν ἐκκομιζόμενον τῆσ δὲ Γοργοῦσ Ἄσανδρόσ τισ ἠράσθη, νέοσ ἐπιεικὴσ καὶ γένει λαμπρόσ, ἐκ δὲ λαμπρῶν εἰσ ταπεινὰ πράγματα καὶ εὐτελῆ ἀφιγμένοσ, ὅμωσ αὑτὸν οὐδενὸσ ἀπηξιοῦτο, ἀλλὰ τὴν Γοργώ, διὰ πλοῦτον ὡσ ἐοίκε περιμάχητον οὖσαν καὶ πολυμνήστευτον, ᾔτει γυναῖκα συγγενὴσ ὤν, πολλοὺσ; (Plutarch, Amatorius, section 20 3:5)
  • Ἄτταλοσ οὖν ὁ πρεσβύτατοσ αὐτοῦ τῶν ἀδελφῶν, ἀνὴρ ἐπιεικὴσ καὶ περὶ τὸν Εὐμένη πάντων ἄριστοσ, οὐ μόνον βασιλεὺσ ἀνηγορεύθη διαδησάμενοσ, ἀλλὰ καὶ τὴν γυναῖκα τἀδελφοῦ Στρατονίκην ἔγημε καὶ συνῆλθεν· (Plutarch, De fraterno amore, section 18 8:3)

Synonyms

  1. fitting

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION