헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἑορτή

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἑορτή ἑορτῆς

형태분석: ἑορτ (어간) + η (어미)

  1. 휴일, 축제, 축제일
  2. 오락, 여가
  3. 유월절
  1. feast, festival, holiday
  2. amusement, pastime
  3. (with or without τοῦ πάσχα) the Passover

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἑορτή

휴일이

ἑορτᾱ́

휴일들이

ἑορταί

휴일들이

속격 ἑορτῆς

휴일의

ἑορταῖν

휴일들의

ἑορτῶν

휴일들의

여격 ἑορτῇ

휴일에게

ἑορταῖν

휴일들에게

ἑορταῖς

휴일들에게

대격 ἑορτήν

휴일을

ἑορτᾱ́

휴일들을

ἑορτᾱ́ς

휴일들을

호격 ἑορτή

휴일아

ἑορτᾱ́

휴일들아

ἑορταί

휴일들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσται ἡ ἡμέρα ὑμῖν αὕτη μνημόσυνον. καὶ ἑορτάσετε αὐτὴν ἑορτὴν Κυρίῳ εἰσ πάσασ τὰσ γενεὰσ ὑμῶν. νόμιμον αἰώνιον ἑορτάσετε αὐτήν. (Septuagint, Liber Exodus 12:14)

    (70인역 성경, 탈출기 12:14)

  • τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων φυλάξασθε ποιεῖν. ἑπτὰ ἡμέρασ ἔδεσθε ἄζυμα, καθάπερ ἐνετειλάμην σοι, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ μηνὸσ τῶν νέων. ἐν γὰρ αὐτῷ ἐξῆλθεσ ἐξ Αἰγύπτου, οὐκ ὀφθήσῃ ἐνώπιόν μου κενόσ. (Septuagint, Liber Exodus 23:15)

    (70인역 성경, 탈출기 23:15)

  • καὶ ἑορτὴν θερισμοῦ πρωτογεννημάτων ποιήσεισ τῶν ἔργων σου, ὧν ἐὰν σπείρῃσ ἐν τῷ ἀγρῷ σου, καὶ ἑορτὴν συντελείασ ἐπ̓ ἐξόδου τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ἔργων σου τῶν ἐκ τοῦ ἀγροῦ σου. (Septuagint, Liber Exodus 23:16)

    (70인역 성경, 탈출기 23:16)

  • καὶ ἰδὼν Ἀαρὼν ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον κατέναντι αὐτοῦ, καὶ ἐκήρυξεν Ἀαρὼν λέγων. ἑορτὴν τοῦ Κυρίου αὔριον. (Septuagint, Liber Exodus 32:5)

    (70인역 성경, 탈출기 32:5)

유의어

  1. 오락

  2. 유월절

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION