- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκκρεμής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: ekkremēs 고전 발음: [레메:] 신약 발음: [래메]

기본형: ἐκκρεμής ἐκκρεμές

형태분석: ἐκκρεμη (어간) + ς (어미)

  1. hanging from or upon

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐκκρεμής

(이)가

ἔκκρεμες

(것)가

속격 ἐκκρεμούς

(이)의

ἐκκρέμους

(것)의

여격 ἐκκρεμεί

(이)에게

ἐκκρέμει

(것)에게

대격 ἐκκρεμή

(이)를

ἔκκρεμες

(것)를

호격 ἐκκρεμές

(이)야

ἔκκρεμες

(것)야

쌍수주/대/호 ἐκκρεμεί

(이)들이

ἐκκρέμει

(것)들이

속/여 ἐκκρεμοίν

(이)들의

ἐκκρέμοιν

(것)들의

복수주격 ἐκκρεμείς

(이)들이

ἐκκρέμη

(것)들이

속격 ἐκκρεμών

(이)들의

ἐκκρέμων

(것)들의

여격 ἐκκρεμέσι(ν)

(이)들에게

ἐκκρέμεσι(ν)

(것)들에게

대격 ἐκκρεμείς

(이)들을

ἐκκρέμη

(것)들을

호격 ἐκκρεμείς

(이)들아

ἐκκρέμη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καί τις ὀρεσσαύλοιο δορὴ μετόπισθε χιμαίρης ἐκκρεμὲς ᾐώρητο καὶ αὐτῶν ἥπτετο μηρῶν, ποιμενίη δ ἀπέκειτο, βοῶν ἐλάτειρα, καλαῦροψ, τοῖος ἐπεὶ σύριγγος, ἐς ἤθεα βαιὸν ὁδεύων, ἀγροτέρων καλάμων λιγυρὴν ἐδίωκεν ἀοιδήν: (Colluthus, Rape of Helen, book 155)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 155)

  • ξυμπιέζειν δὲ τὴν λαγόνα πρηέως ἐπὶ γαστέρα ἐκκρεμὲς προβάλλοντα τὸ παιδίον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 214)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 214)

  • καὶ χρόνιον γλυπτοῖσι μέλαν πεφυλαγμένον ἄντροις, καὶ γλυφίδας καλάμων ἄκρα μελαινομένων Ἑρμείῃ Φιλόδημος, ἐπεὶ χρόνῳ ἐκκρεμὲς ἤδη ἦλθε κατ ὀφθαλμῶν ῥυσὸν ἐπισκύνιον. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 64 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 64 1:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION