헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰκαστός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰκαστός εἰκαστή εἰκαστόν

형태분석: εἰκαστ (어간) + ος (어미)

어원: ei)ka/zw

  1. 같은, 닮은, 비슷한
  1. comparable, similar

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 εἰκαστός

같은 (이)가

εἰκαστή

같은 (이)가

εἰκαστόν

같은 (것)가

속격 εἰκαστοῦ

같은 (이)의

εἰκαστῆς

같은 (이)의

εἰκαστοῦ

같은 (것)의

여격 εἰκαστῷ

같은 (이)에게

εἰκαστῇ

같은 (이)에게

εἰκαστῷ

같은 (것)에게

대격 εἰκαστόν

같은 (이)를

εἰκαστήν

같은 (이)를

εἰκαστόν

같은 (것)를

호격 εἰκαστέ

같은 (이)야

εἰκαστή

같은 (이)야

εἰκαστόν

같은 (것)야

쌍수주/대/호 εἰκαστώ

같은 (이)들이

εἰκαστᾱ́

같은 (이)들이

εἰκαστώ

같은 (것)들이

속/여 εἰκαστοῖν

같은 (이)들의

εἰκασταῖν

같은 (이)들의

εἰκαστοῖν

같은 (것)들의

복수주격 εἰκαστοί

같은 (이)들이

εἰκασταί

같은 (이)들이

εἰκαστά

같은 (것)들이

속격 εἰκαστῶν

같은 (이)들의

εἰκαστῶν

같은 (이)들의

εἰκαστῶν

같은 (것)들의

여격 εἰκαστοῖς

같은 (이)들에게

εἰκασταῖς

같은 (이)들에게

εἰκαστοῖς

같은 (것)들에게

대격 εἰκαστούς

같은 (이)들을

εἰκαστᾱ́ς

같은 (이)들을

εἰκαστά

같은 (것)들을

호격 εἰκαστοί

같은 (이)들아

εἰκασταί

같은 (이)들아

εἰκαστά

같은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν τῇ συνθέσει τῶν ὀνομάτων Λυσίαν μὲν ἀφελέστερον ἔκρινον, Ἰσοκράτην δὲ περιεργότερον, καὶ τὸν μὲν τῆσ ἀληθείασ πιθανώτερον εἰκαστήν, τὸν δὲ τῆσ κατασκευῆσ ἀθλητὴν ἰσχυρότερον. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 11 2:2)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 11 2:2)

  • ὡσ δ’ ἐθάλπετο, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον καὶ κατέψηκται χθονί, μορφῇ μάλιστ’ εἰκαστὸν ὥστε πρίονοσ ἐκβρώματ’ ἂν βλέψειασ ἐν τομῇ ξύλου. (Sophocles, Trachiniae, episode 1:11)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 1:11)

  • τὸ δὲ ἐν ᾧ τοῦτο γιγνόμενόν ἐστιν οὐχ ὑπονοοῦντεσ, ἀλλ’ εἰδότεσ, ἐπ’ αὐτὸ καταφεύγομεν, ἀνθρώπινον σῶμα ὡσ ἀγγεῖον φρονήσεωσ καὶ λόγου θεῷ προσάπτοντεσ, ἐνδείᾳ καὶ ἀπορίᾳ παραδείγματοσ τῷ φανερῷ τε καὶ εἰκαστῷ τὸ ἀνείκαστον καὶ ἀφανὲσ ἐνδείκνυσθαι ζητοῦντεσ, συμβόλου δυνάμει χρώμενοι, κρεῖττονἤ φασι τῶν βαρβάρων τινὰσ ζῴοισ τὸ θεῖον ἀφομοιοῦν κατὰ σμικρὰσ καὶ ἀτόπουσ ἀφορμάσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 76:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 76:3)

유의어

  1. 같은

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION