ἐξοπλίζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐξοπλίζω
ἐξοπλίσω
형태분석:
ἐξ
(접두사)
+
ὁπλίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to arm completely, accoutre, to arm or accoutre oneself, to get under arms, stand in armed array, fully prepared, all ready
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κἀν τῷδε πᾶσ τισ, ὡσ ὁρᾷ βουφόρβια πίπτοντα καὶ πορθούμεν’, ἐξωπλίζετο, κόχλουσ τε φυσῶν συλλέγων τ’ ἐγχωρίουσ· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 4:3)
(에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 4:3)
- σοὶ μὲν γὰρ Ἄργοσ ἔνεμ’ ὁ κατθανὼν πατήρ, Εὐρυσθέωσ δ’ ἔμελλεσ οἰκήσειν δόμουσ τῆσ καλλικάρπου κράτοσ ἔχων Πελασγίασ, στολήν τε θηρὸσ ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντοσ, ᾗπερ αὐτὸσ ἐξωπλίζετο· (Euripides, Heracles, episode, anapests 1:12)
(에우리피데스, Heracles, episode, anapests 1:12)
- αἰσθόμενοσ δὲ ὁ Μνάσιπποσ, αὐτόσ τε ἐξωπλίζετο καὶ ὅσουσ εἶχεν ὁπλίτασ ἅπασιν ἐβοήθει, καὶ τοὺσ λοχαγοὺσ καὶ τοὺσ ταξιάρχουσ ἐξάγειν ἐκέλευε τοὺσ μισθοφόρουσ. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 20:1)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 2 20:1)
- τῇ δ’ ὑστεραίᾳ πρῲ Κῦροσ μὲν ἐθύετο, ὁ δ’ ἄλλοσ στρατὸσ ἀριστήσασ καὶ σπονδὰσ ποιησάμενοσ ἐξωπλίζετο πολλοῖσ μὲν καὶ καλοῖσ χιτῶσι, πολλοῖσ δὲ καὶ καλοῖσ θώραξι καὶ κράνεσιν· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 4 2:1)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 4 2:1)
파생어
- ἀνθοπλίζω (to arm against, to be arrayed against, to arm oneself)
- ἀφοπλίζω (to strip of arms, to disarm, to put off one's)
- ἐφοπλίζω (준비하다, 마련하다, 갖추다)
- καθοπλίζω (to equip or arm fully, to be so armed, having taken arms against)
- ὁπλίζω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- παροπλίζω (to disarm)