헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθοπλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθοπλίζω καθοπλιῶ

형태분석: κατ (접두사) + ὁπλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to equip or arm fully, to be so armed
  2. having taken arms against

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθοπλίζω

καθοπλίζεις

καθοπλίζει

쌍수 καθοπλίζετον

καθοπλίζετον

복수 καθοπλίζομεν

καθοπλίζετε

καθοπλίζουσιν*

접속법단수 καθοπλίζω

καθοπλίζῃς

καθοπλίζῃ

쌍수 καθοπλίζητον

καθοπλίζητον

복수 καθοπλίζωμεν

καθοπλίζητε

καθοπλίζωσιν*

기원법단수 καθοπλίζοιμι

καθοπλίζοις

καθοπλίζοι

쌍수 καθοπλίζοιτον

καθοπλιζοίτην

복수 καθοπλίζοιμεν

καθοπλίζοιτε

καθοπλίζοιεν

명령법단수 καθόπλιζε

καθοπλιζέτω

쌍수 καθοπλίζετον

καθοπλιζέτων

복수 καθοπλίζετε

καθοπλιζόντων, καθοπλιζέτωσαν

부정사 καθοπλίζειν

분사 남성여성중성
καθοπλιζων

καθοπλιζοντος

καθοπλιζουσα

καθοπλιζουσης

καθοπλιζον

καθοπλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθοπλίζομαι

καθοπλίζει, καθοπλίζῃ

καθοπλίζεται

쌍수 καθοπλίζεσθον

καθοπλίζεσθον

복수 καθοπλιζόμεθα

καθοπλίζεσθε

καθοπλίζονται

접속법단수 καθοπλίζωμαι

καθοπλίζῃ

καθοπλίζηται

쌍수 καθοπλίζησθον

καθοπλίζησθον

복수 καθοπλιζώμεθα

καθοπλίζησθε

καθοπλίζωνται

기원법단수 καθοπλιζοίμην

καθοπλίζοιο

καθοπλίζοιτο

쌍수 καθοπλίζοισθον

καθοπλιζοίσθην

복수 καθοπλιζοίμεθα

καθοπλίζοισθε

καθοπλίζοιντο

명령법단수 καθοπλίζου

καθοπλιζέσθω

쌍수 καθοπλίζεσθον

καθοπλιζέσθων

복수 καθοπλίζεσθε

καθοπλιζέσθων, καθοπλιζέσθωσαν

부정사 καθοπλίζεσθαι

분사 남성여성중성
καθοπλιζομενος

καθοπλιζομενου

καθοπλιζομενη

καθοπλιζομενης

καθοπλιζομενον

καθοπλιζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταύτασ δὴ τὰσ προφάσεισ λαβὼν τήν τε οἰκείαν καθώπλιζε δύναμιν καὶ τὰσ παρὰ τῶν συμμάχων μετεπέμπετο. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 23 2:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 23 2:1)

  • ἐπεὶ δὲ καθ’ ἓν ἅπαντεσ ἐγένοντο, τοὺσ ἀγροὺσ τῶν ἐχθρῶν καταθέοντεσ ἐφόδοισ λῃστρικαῖσ ἐλεηλάτουν καὶ τοὺσ δούλουσ ἀφίστασαν ἀπὸ τῶν δεσποτῶν καὶ τοὺσ ἐκ τῶν δεσμωτηρίων λύοντεσ καθώπλιζον, καὶ ὅσα μὴ δύναιντο φέρειν τε καὶ ἄγειν χρήματα ματα καὶ βοσκήματα τὰ μὲν ἐνεπίμπρασαν, τὰ δὲ κατέσφαττον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 10 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 10 5:1)

  • λάθρᾳ δὲ τοὺσ νέουσ ἀθροίζοντεσ καὶ τῶν οἰκετῶν τοὺσ εὐθέτουσ ἐπιλεγόμενοι καθώπλιζον καὶ τὸ τεῖχοσ ἀνεπλήρουν τῶν ἀμυνομένων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 51 3:3)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 51 3:3)

  • ἐγκρατεῖσ δὲ γενόμενοι πολλῶν ὅπλων τοῖσ τε ἀνόπλοισ οὖσι διέδωκαν καὶ τοὺσ ἀπὸ τῆσ χώρασ ἀθροίζοντεσ καθώπλιζον· (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 116 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 116 3:1)

  • ὁμοίωσ δὲ καὶ πρὸσ Ἀθηναίουσ περὶ συμμαχίασ ἐπρέσβευον καὶ παρὰ Δημοσθένουσ ὅπλων πλῆθοσ ἐν δωρεαῖσ λαβόντεσ τοὺσ ἀνόπλουσ καθώπλιζον. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 7 18:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, chapter 7 18:2)

유의어

  1. to equip or arm fully

  2. having taken arms against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION