헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφοπλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀφοπλίζω

형태분석: ἀπ (접두사) + ὁπλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to strip of arms, to disarm, to put off one's

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀφοπλίζω

ἀφοπλίζεις

ἀφοπλίζει

쌍수 ἀφοπλίζετον

ἀφοπλίζετον

복수 ἀφοπλίζομεν

ἀφοπλίζετε

ἀφοπλίζουσιν*

접속법단수 ἀφοπλίζω

ἀφοπλίζῃς

ἀφοπλίζῃ

쌍수 ἀφοπλίζητον

ἀφοπλίζητον

복수 ἀφοπλίζωμεν

ἀφοπλίζητε

ἀφοπλίζωσιν*

기원법단수 ἀφοπλίζοιμι

ἀφοπλίζοις

ἀφοπλίζοι

쌍수 ἀφοπλίζοιτον

ἀφοπλιζοίτην

복수 ἀφοπλίζοιμεν

ἀφοπλίζοιτε

ἀφοπλίζοιεν

명령법단수 ἀφόπλιζε

ἀφοπλιζέτω

쌍수 ἀφοπλίζετον

ἀφοπλιζέτων

복수 ἀφοπλίζετε

ἀφοπλιζόντων, ἀφοπλιζέτωσαν

부정사 ἀφοπλίζειν

분사 남성여성중성
ἀφοπλιζων

ἀφοπλιζοντος

ἀφοπλιζουσα

ἀφοπλιζουσης

ἀφοπλιζον

ἀφοπλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀφοπλίζομαι

ἀφοπλίζει, ἀφοπλίζῃ

ἀφοπλίζεται

쌍수 ἀφοπλίζεσθον

ἀφοπλίζεσθον

복수 ἀφοπλιζόμεθα

ἀφοπλίζεσθε

ἀφοπλίζονται

접속법단수 ἀφοπλίζωμαι

ἀφοπλίζῃ

ἀφοπλίζηται

쌍수 ἀφοπλίζησθον

ἀφοπλίζησθον

복수 ἀφοπλιζώμεθα

ἀφοπλίζησθε

ἀφοπλίζωνται

기원법단수 ἀφοπλιζοίμην

ἀφοπλίζοιο

ἀφοπλίζοιτο

쌍수 ἀφοπλίζοισθον

ἀφοπλιζοίσθην

복수 ἀφοπλιζοίμεθα

ἀφοπλίζοισθε

ἀφοπλίζοιντο

명령법단수 ἀφοπλίζου

ἀφοπλιζέσθω

쌍수 ἀφοπλίζεσθον

ἀφοπλιζέσθων

복수 ἀφοπλίζεσθε

ἀφοπλιζέσθων, ἀφοπλιζέσθωσαν

부정사 ἀφοπλίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀφοπλιζομενος

ἀφοπλιζομενου

ἀφοπλιζομενη

ἀφοπλιζομενης

ἀφοπλιζομενον

ἀφοπλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἳ δ’ ἔντε’ ἀφωπλίζοντο ἕκαστοσ χάλκεα μαρμαίροντα, λύον δ’ ὑψηχέασ ἵππουσ, κὰδ δ’ ἷζον παρὰ νηὶ̈ ποδώκεοσ Αἰακίδαο μυρίοι· (Homer, Iliad, Book 23 3:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 23 3:2)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION