헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παροπλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παροπλίζω παροπλίσω

형태분석: παρ (접두사) + ὁπλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to disarm

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροπλίζω

παροπλίζεις

παροπλίζει

쌍수 παροπλίζετον

παροπλίζετον

복수 παροπλίζομεν

παροπλίζετε

παροπλίζουσιν*

접속법단수 παροπλίζω

παροπλίζῃς

παροπλίζῃ

쌍수 παροπλίζητον

παροπλίζητον

복수 παροπλίζωμεν

παροπλίζητε

παροπλίζωσιν*

기원법단수 παροπλίζοιμι

παροπλίζοις

παροπλίζοι

쌍수 παροπλίζοιτον

παροπλιζοίτην

복수 παροπλίζοιμεν

παροπλίζοιτε

παροπλίζοιεν

명령법단수 παρόπλιζε

παροπλιζέτω

쌍수 παροπλίζετον

παροπλιζέτων

복수 παροπλίζετε

παροπλιζόντων, παροπλιζέτωσαν

부정사 παροπλίζειν

분사 남성여성중성
παροπλιζων

παροπλιζοντος

παροπλιζουσα

παροπλιζουσης

παροπλιζον

παροπλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροπλίζομαι

παροπλίζει, παροπλίζῃ

παροπλίζεται

쌍수 παροπλίζεσθον

παροπλίζεσθον

복수 παροπλιζόμεθα

παροπλίζεσθε

παροπλίζονται

접속법단수 παροπλίζωμαι

παροπλίζῃ

παροπλίζηται

쌍수 παροπλίζησθον

παροπλίζησθον

복수 παροπλιζώμεθα

παροπλίζησθε

παροπλίζωνται

기원법단수 παροπλιζοίμην

παροπλίζοιο

παροπλίζοιτο

쌍수 παροπλίζοισθον

παροπλιζοίσθην

복수 παροπλιζοίμεθα

παροπλίζοισθε

παροπλίζοιντο

명령법단수 παροπλίζου

παροπλιζέσθω

쌍수 παροπλίζεσθον

παροπλιζέσθων

복수 παροπλίζεσθε

παροπλιζέσθων, παροπλιζέσθωσαν

부정사 παροπλίζεσθαι

분사 남성여성중성
παροπλιζομενος

παροπλιζομενου

παροπλιζομενη

παροπλιζομενης

παροπλιζομενον

παροπλιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροπλίσω

παροπλίσεις

παροπλίσει

쌍수 παροπλίσετον

παροπλίσετον

복수 παροπλίσομεν

παροπλίσετε

παροπλίσουσιν*

기원법단수 παροπλίσοιμι

παροπλίσοις

παροπλίσοι

쌍수 παροπλίσοιτον

παροπλισοίτην

복수 παροπλίσοιμεν

παροπλίσοιτε

παροπλίσοιεν

부정사 παροπλίσειν

분사 남성여성중성
παροπλισων

παροπλισοντος

παροπλισουσα

παροπλισουσης

παροπλισον

παροπλισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παροπλίσομαι

παροπλίσει, παροπλίσῃ

παροπλίσεται

쌍수 παροπλίσεσθον

παροπλίσεσθον

복수 παροπλισόμεθα

παροπλίσεσθε

παροπλίσονται

기원법단수 παροπλισοίμην

παροπλίσοιο

παροπλίσοιτο

쌍수 παροπλίσοισθον

παροπλισοίσθην

복수 παροπλισοίμεθα

παροπλίσοισθε

παροπλίσοιντο

부정사 παροπλίσεσθαι

분사 남성여성중성
παροπλισομενος

παροπλισομενου

παροπλισομενη

παροπλισομενης

παροπλισομενον

παροπλισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION