δύο?
수사;
로마알파벳 전사: dyo
고전 발음: [뒤오]
신약 발음: [뒤오]
기본형:
δύο
어원: can be indecl., like ἄμφω, by Hom., τῶν δύο μοιράων, δύω κανόνεσσι Il.; so in Hdt. and attic Prose; but declined in Trag.
뜻
- 둘, 이, 2
- (cardinal): two
곡용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας. (Septuagint, Liber Genesis 1:16)
(70인역 성경, 창세기 1:16)
- ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. (Septuagint, Liber Genesis 2:24)
(70인역 성경, 창세기 2:24)
- καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο. (Septuagint, Liber Genesis 2:25)
(70인역 성경, 창세기 2:25)
- καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα. (Septuagint, Liber Genesis 3:7)
(70인역 성경, 창세기 3:7)
- καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ἀδά, καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά. (Septuagint, Liber Genesis 4:19)
(70인역 성경, 창세기 4:19)