Ancient Greek-English Dictionary Language

διόλλυμι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διόλλυμι διολέσω

Structure: δι (Prefix) + ό̓λλῡ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to destroy utterly, bring to naught, to perish utterly, come to naught
  2. to blot out of one's mind, forget

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διόλλῡμι διόλλῡς διόλλῡσιν*
Dual διόλλυτον διόλλυτον
Plural διόλλυμεν διόλλυτε διολλύᾱσιν*
SubjunctiveSingular διολλύω διολλύῃς διολλύῃ
Dual διολλύητον διολλύητον
Plural διολλύωμεν διολλύητε διολλύωσιν*
OptativeSingular διολλυίην διολλυίης διολλυίη
Dual διολλυίητον διολλυιήτην
Plural διολλυίημεν διολλυίητε διολλυίησαν
ImperativeSingular διόλλυε διολλύτω
Dual διόλλυτον διολλύτων
Plural διόλλυτε διολλύντων
Infinitive διολλύναι
Participle MasculineFeminineNeuter
διολλῡς διολλυντος διολλῡσα διολλῡσης διολλυν διολλυντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διόλλυμαι διόλλυσαι διόλλυται
Dual διόλλυσθον διόλλυσθον
Plural διολλύμεθα διόλλυσθε διόλλυνται
SubjunctiveSingular διολλύωμαι διολλύῃ διολλύηται
Dual διολλύησθον διολλύησθον
Plural διολλυώμεθα διολλύησθε διολλύωνται
OptativeSingular διολλυίμην διολλυῖο διολλυῖτο
Dual διολλυῖσθον διολλυίσθην
Plural διολλυίμεθα διολλυῖσθε διολλυῖντο
ImperativeSingular διόλλυσο διολλύσθω
Dual διόλλυσθον διολλύσθων
Plural διόλλυσθε διολλύσθων
Infinitive διόλλυσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διολλυμενος διολλυμενου διολλυμενη διολλυμενης διολλυμενον διολλυμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • σὺ μὲν τὰ σαυτῆσ πρᾶσσ’, ἐμοὶ δὲ σύ, ξένε, τἀληθὲσ εἰπέ, τῷ τρόπῳ διόλλυται; (Sophocles, episode 5:23)
  • τούτοισ δὴ τρέφεταί τε καὶ αὔξεται μάλιστά γε τὸ τῆσ ψυχῆσ πτέρωμα, αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ καὶ τοῖσ ἐναντίοισ φθίνει τε καὶ διόλλυται. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 137:1)
  • ὅταν δὲ ταὐτὸν πολλάκισ πάσχων ὁ πονηρὸσ τῆσ ὕβρεωσ λήξῃ, ταπεινωθεὶσ ἕπεται ἤδη τῇ τοῦ ἡνιόχου προνοίᾳ, καὶ ὅταν ἴδῃ τὸν καλόν, φόβῳ διόλλυται· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 191:1)
  • "καὶ καθάπερ τὰ τῶν ἄλλων ὀρνέων πτερὰ τοῖσ τοῦ ἀετοῦ συντεθέντα διόλλυται ψηχόμενα καὶ ἀπανθεῖ τῶν πτίλων μυδώντων, οὕτωσ οὐδὲν ἀπέχει καὶ ἀνθρώπου ψαῦσιν τὴν μὲν ὠφέλιμον εἶναι τὴν δ’ ἀπηνῆ καὶ βλαβεράν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 3:8)
  • ἡ τῶν σωμάτων ἕξισ οὐχ ὑπὸ ἡσυχίασ μὲν καὶ ἀργίασ διόλλυται, ὑπὸ γυμνασίων δὲ καὶ κινήσεωσ ἐπὶ πολὺ σῴζεται; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 70:5)

Synonyms

  1. to destroy utterly

  2. to blot out of one's mind

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION