Ancient Greek-English Dictionary Language

διολισθάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διολισθάνω διολισθήσω

Structure: δι (Prefix) + ὀλισθάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to slip through, to give, the slip, to slip away

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διολισθάνω διολισθάνεις διολισθάνει
Dual διολισθάνετον διολισθάνετον
Plural διολισθάνομεν διολισθάνετε διολισθάνουσιν*
SubjunctiveSingular διολισθάνω διολισθάνῃς διολισθάνῃ
Dual διολισθάνητον διολισθάνητον
Plural διολισθάνωμεν διολισθάνητε διολισθάνωσιν*
OptativeSingular διολισθάνοιμι διολισθάνοις διολισθάνοι
Dual διολισθάνοιτον διολισθανοίτην
Plural διολισθάνοιμεν διολισθάνοιτε διολισθάνοιεν
ImperativeSingular διολίσθανε διολισθανέτω
Dual διολισθάνετον διολισθανέτων
Plural διολισθάνετε διολισθανόντων, διολισθανέτωσαν
Infinitive διολισθάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διολισθανων διολισθανοντος διολισθανουσα διολισθανουσης διολισθανον διολισθανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διολισθάνομαι διολισθάνει, διολισθάνῃ διολισθάνεται
Dual διολισθάνεσθον διολισθάνεσθον
Plural διολισθανόμεθα διολισθάνεσθε διολισθάνονται
SubjunctiveSingular διολισθάνωμαι διολισθάνῃ διολισθάνηται
Dual διολισθάνησθον διολισθάνησθον
Plural διολισθανώμεθα διολισθάνησθε διολισθάνωνται
OptativeSingular διολισθανοίμην διολισθάνοιο διολισθάνοιτο
Dual διολισθάνοισθον διολισθανοίσθην
Plural διολισθανοίμεθα διολισθάνοισθε διολισθάνοιντο
ImperativeSingular διολισθάνου διολισθανέσθω
Dual διολισθάνεσθον διολισθανέσθων
Plural διολισθάνεσθε διολισθανέσθων, διολισθανέσθωσαν
Infinitive διολισθάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διολισθανομενος διολισθανομενου διολισθανομενη διολισθανομενης διολισθανομενον διολισθανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὥστε οὐκ ἂν ἀποκρίναιτό σοι, τὴν γλῶτταν, ὡσ ὁρᾷσ, διολισθάνων καὶ τίσ ἂν εὖ φρονῶν πρίαιτο διεφθαρμένον οὕτω καὶ ἀκόλαστον ἀνδράποδον; (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 12:11)

Synonyms

  1. to slip through

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION