Ancient Greek-English Dictionary Language

διοικίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διοικίζω διοικιῶ

Structure: δι (Prefix) + οἰκίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to cause to live apart

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοικίζω διοικίζεις διοικίζει
Dual διοικίζετον διοικίζετον
Plural διοικίζομεν διοικίζετε διοικίζουσιν*
SubjunctiveSingular διοικίζω διοικίζῃς διοικίζῃ
Dual διοικίζητον διοικίζητον
Plural διοικίζωμεν διοικίζητε διοικίζωσιν*
OptativeSingular διοικίζοιμι διοικίζοις διοικίζοι
Dual διοικίζοιτον διοικιζοίτην
Plural διοικίζοιμεν διοικίζοιτε διοικίζοιεν
ImperativeSingular διοίκιζε διοικιζέτω
Dual διοικίζετον διοικιζέτων
Plural διοικίζετε διοικιζόντων, διοικιζέτωσαν
Infinitive διοικίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διοικιζων διοικιζοντος διοικιζουσα διοικιζουσης διοικιζον διοικιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διοικίζομαι διοικίζει, διοικίζῃ διοικίζεται
Dual διοικίζεσθον διοικίζεσθον
Plural διοικιζόμεθα διοικίζεσθε διοικίζονται
SubjunctiveSingular διοικίζωμαι διοικίζῃ διοικίζηται
Dual διοικίζησθον διοικίζησθον
Plural διοικιζώμεθα διοικίζησθε διοικίζωνται
OptativeSingular διοικιζοίμην διοικίζοιο διοικίζοιτο
Dual διοικίζοισθον διοικιζοίσθην
Plural διοικιζοίμεθα διοικίζοισθε διοικίζοιντο
ImperativeSingular διοικίζου διοικιζέσθω
Dual διοικίζεσθον διοικιζέσθων
Plural διοικίζεσθε διοικιζέσθων, διοικιζέσθωσαν
Infinitive διοικίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διοικιζομενος διοικιζομενου διοικιζομενη διοικιζομενης διοικιζομενον διοικιζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION