헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διεκπεράω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διεκπεράω διεκπεράσω

형태분석: δι (접두사) + ἐκ (접두사) + περά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 넘어가다, 넘어서다
  2. 흐르다, 눈 감아주다, 눈감아주다
  1. to pass out through, pass quite through, to cross over
  2. to pass by, overlook

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκπέρω

(나는) 넘어간다

διεκπέρᾳς

(너는) 넘어간다

διεκπέρᾳ

(그는) 넘어간다

쌍수 διεκπέρᾱτον

(너희 둘은) 넘어간다

διεκπέρᾱτον

(그 둘은) 넘어간다

복수 διεκπέρωμεν

(우리는) 넘어간다

διεκπέρᾱτε

(너희는) 넘어간다

διεκπέρωσιν*

(그들은) 넘어간다

접속법단수 διεκπέρω

(나는) 넘어가자

διεκπέρῃς

(너는) 넘어가자

διεκπέρῃ

(그는) 넘어가자

쌍수 διεκπέρητον

(너희 둘은) 넘어가자

διεκπέρητον

(그 둘은) 넘어가자

복수 διεκπέρωμεν

(우리는) 넘어가자

διεκπέρητε

(너희는) 넘어가자

διεκπέρωσιν*

(그들은) 넘어가자

기원법단수 διεκπέρῳμι

(나는) 넘어가기를 (바라다)

διεκπέρῳς

(너는) 넘어가기를 (바라다)

διεκπέρῳ

(그는) 넘어가기를 (바라다)

쌍수 διεκπέρῳτον

(너희 둘은) 넘어가기를 (바라다)

διεκπερῷτην

(그 둘은) 넘어가기를 (바라다)

복수 διεκπέρῳμεν

(우리는) 넘어가기를 (바라다)

διεκπέρῳτε

(너희는) 넘어가기를 (바라다)

διεκπέρῳεν

(그들은) 넘어가기를 (바라다)

명령법단수 διεκπε͂ρᾱ

(너는) 넘어가라

διεκπερᾶτω

(그는) 넘어가라

쌍수 διεκπέρᾱτον

(너희 둘은) 넘어가라

διεκπερᾶτων

(그 둘은) 넘어가라

복수 διεκπέρᾱτε

(너희는) 넘어가라

διεκπερῶντων, διεκπερᾶτωσαν

(그들은) 넘어가라

부정사 διεκπέρᾱν

넘어가는 것

분사 남성여성중성
διεκπερων

διεκπερωντος

διεκπερωσα

διεκπερωσης

διεκπερων

διεκπερωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκπέρωμαι

(나는) 넘어가여진다

διεκπέρᾳ

(너는) 넘어가여진다

διεκπέρᾱται

(그는) 넘어가여진다

쌍수 διεκπέρᾱσθον

(너희 둘은) 넘어가여진다

διεκπέρᾱσθον

(그 둘은) 넘어가여진다

복수 διεκπερῶμεθα

(우리는) 넘어가여진다

διεκπέρᾱσθε

(너희는) 넘어가여진다

διεκπέρωνται

(그들은) 넘어가여진다

접속법단수 διεκπέρωμαι

(나는) 넘어가여지자

διεκπέρῃ

(너는) 넘어가여지자

διεκπέρηται

(그는) 넘어가여지자

쌍수 διεκπέρησθον

(너희 둘은) 넘어가여지자

διεκπέρησθον

(그 둘은) 넘어가여지자

복수 διεκπερώμεθα

(우리는) 넘어가여지자

διεκπέρησθε

(너희는) 넘어가여지자

διεκπέρωνται

(그들은) 넘어가여지자

기원법단수 διεκπερῷμην

(나는) 넘어가여지기를 (바라다)

διεκπέρῳο

(너는) 넘어가여지기를 (바라다)

διεκπέρῳτο

(그는) 넘어가여지기를 (바라다)

쌍수 διεκπέρῳσθον

(너희 둘은) 넘어가여지기를 (바라다)

διεκπερῷσθην

(그 둘은) 넘어가여지기를 (바라다)

복수 διεκπερῷμεθα

(우리는) 넘어가여지기를 (바라다)

διεκπέρῳσθε

(너희는) 넘어가여지기를 (바라다)

διεκπέρῳντο

(그들은) 넘어가여지기를 (바라다)

명령법단수 διεκπέρω

(너는) 넘어가여져라

διεκπερᾶσθω

(그는) 넘어가여져라

쌍수 διεκπέρᾱσθον

(너희 둘은) 넘어가여져라

διεκπερᾶσθων

(그 둘은) 넘어가여져라

복수 διεκπέρᾱσθε

(너희는) 넘어가여져라

διεκπερᾶσθων, διεκπερᾶσθωσαν

(그들은) 넘어가여져라

부정사 διεκπέρᾱσθαι

넘어가여지는 것

분사 남성여성중성
διεκπερωμενος

διεκπερωμενου

διεκπερωμενη

διεκπερωμενης

διεκπερωμενον

διεκπερωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξεπε͂ρων

(나는) 넘어가고 있었다

διεξεπε͂ρᾱς

(너는) 넘어가고 있었다

διεξεπε͂ρᾱν*

(그는) 넘어가고 있었다

쌍수 διεξεπέρᾱτον

(너희 둘은) 넘어가고 있었다

διεξεπερᾶτην

(그 둘은) 넘어가고 있었다

복수 διεξεπέρωμεν

(우리는) 넘어가고 있었다

διεξεπέρᾱτε

(너희는) 넘어가고 있었다

διεξεπε͂ρων

(그들은) 넘어가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξεπερῶμην

(나는) 넘어가여지고 있었다

διεξεπέρω

(너는) 넘어가여지고 있었다

διεξεπέρᾱτο

(그는) 넘어가여지고 있었다

쌍수 διεξεπέρᾱσθον

(너희 둘은) 넘어가여지고 있었다

διεξεπερᾶσθην

(그 둘은) 넘어가여지고 있었다

복수 διεξεπερῶμεθα

(우리는) 넘어가여지고 있었다

διεξεπέρᾱσθε

(너희는) 넘어가여지고 있었다

διεξεπέρωντο

(그들은) 넘어가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτον δὲ χρὴ ὡσ ῥᾷστα καὶ μὴ σὺν πόνοισ διεκπερᾶν. (Euripides, Suppliants, episode, iambic32)

    (에우리피데스, Suppliants, episode, iambic32)

  • τί ταῦτα δεῖ στένειν, ἅπερ δεῖ κατὰ φύσιν διεκπερᾶν; (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 16 5:5)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 16 5:5)

  • ἐκδέκεται δὲ ἐκ τῆσ Φρυγίησ ὁ Ἅλυσ ποταμόσ, ἐπ’ ᾧ πύλαι τε ἔπεισι, τὰσ διεξελάσαι πᾶσα ἀνάγκη καὶ οὕτω διεκπερᾶν τὸν ποταμόν, καὶ φυλακτήριον μέγα ἐπ’ αὐτῷ. (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 52 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 5, chapter 52 3:1)

유의어

  1. 넘어가다

  2. 흐르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION