Ancient Greek-English Dictionary Language

διαχωρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαχωρίζω

Structure: δια (Prefix) + χωρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. separate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχωρίζω διαχωρίζεις διαχωρίζει
Dual διαχωρίζετον διαχωρίζετον
Plural διαχωρίζομεν διαχωρίζετε διαχωρίζουσιν*
SubjunctiveSingular διαχωρίζω διαχωρίζῃς διαχωρίζῃ
Dual διαχωρίζητον διαχωρίζητον
Plural διαχωρίζωμεν διαχωρίζητε διαχωρίζωσιν*
OptativeSingular διαχωρίζοιμι διαχωρίζοις διαχωρίζοι
Dual διαχωρίζοιτον διαχωριζοίτην
Plural διαχωρίζοιμεν διαχωρίζοιτε διαχωρίζοιεν
ImperativeSingular διαχώριζε διαχωριζέτω
Dual διαχωρίζετον διαχωριζέτων
Plural διαχωρίζετε διαχωριζόντων, διαχωριζέτωσαν
Infinitive διαχωρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχωριζων διαχωριζοντος διαχωριζουσα διαχωριζουσης διαχωριζον διαχωριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαχωρίζομαι διαχωρίζει, διαχωρίζῃ διαχωρίζεται
Dual διαχωρίζεσθον διαχωρίζεσθον
Plural διαχωριζόμεθα διαχωρίζεσθε διαχωρίζονται
SubjunctiveSingular διαχωρίζωμαι διαχωρίζῃ διαχωρίζηται
Dual διαχωρίζησθον διαχωρίζησθον
Plural διαχωριζώμεθα διαχωρίζησθε διαχωρίζωνται
OptativeSingular διαχωριζοίμην διαχωρίζοιο διαχωρίζοιτο
Dual διαχωρίζοισθον διαχωριζοίσθην
Plural διαχωριζοίμεθα διαχωρίζοισθε διαχωρίζοιντο
ImperativeSingular διαχωρίζου διαχωριζέσθω
Dual διαχωρίζεσθον διαχωριζέσθων
Plural διαχωρίζεσθε διαχωριζέσθων, διαχωριζέσθωσαν
Infinitive διαχωρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαχωριζομενος διαχωριζομενου διαχωριζομενη διαχωριζομενης διαχωριζομενον διαχωριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. separate

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION