Ancient Greek-English Dictionary Language

διατρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατρέπω διατρέψω

Structure: δια (Prefix) + τρέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to turn away from, to be turned from one's purpose, to be perplexed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέπω διατρέπεις διατρέπει
Dual διατρέπετον διατρέπετον
Plural διατρέπομεν διατρέπετε διατρέπουσιν*
SubjunctiveSingular διατρέπω διατρέπῃς διατρέπῃ
Dual διατρέπητον διατρέπητον
Plural διατρέπωμεν διατρέπητε διατρέπωσιν*
OptativeSingular διατρέποιμι διατρέποις διατρέποι
Dual διατρέποιτον διατρεποίτην
Plural διατρέποιμεν διατρέποιτε διατρέποιεν
ImperativeSingular διατρέπε διατρεπέτω
Dual διατρέπετον διατρεπέτων
Plural διατρέπετε διατρεπόντων, διατρεπέτωσαν
Infinitive διατρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεπων διατρεποντος διατρεπουσα διατρεπουσης διατρεπον διατρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατρέπομαι διατρέπει, διατρέπῃ διατρέπεται
Dual διατρέπεσθον διατρέπεσθον
Plural διατρεπόμεθα διατρέπεσθε διατρέπονται
SubjunctiveSingular διατρέπωμαι διατρέπῃ διατρέπηται
Dual διατρέπησθον διατρέπησθον
Plural διατρεπώμεθα διατρέπησθε διατρέπωνται
OptativeSingular διατρεποίμην διατρέποιο διατρέποιτο
Dual διατρέποισθον διατρεποίσθην
Plural διατρεποίμεθα διατρέποισθε διατρέποιντο
ImperativeSingular διατρέπου διατρεπέσθω
Dual διατρέπεσθον διατρεπέσθων
Plural διατρέπεσθε διατρεπέσθων, διατρεπέσθωσαν
Infinitive διατρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατρεπομενος διατρεπομενου διατρεπομενη διατρεπομενης διατρεπομενον διατρεπομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION