고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: διασείω διασείσω
형태분석: δια (접두사) + σεί (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διασείω (나는) 뒤흔든다 |
διασείεις (너는) 뒤흔든다 |
διασείει (그는) 뒤흔든다 |
쌍수 | διασείετον (너희 둘은) 뒤흔든다 |
διασείετον (그 둘은) 뒤흔든다 |
||
복수 | διασείομεν (우리는) 뒤흔든다 |
διασείετε (너희는) 뒤흔든다 |
διασείουσιν* (그들은) 뒤흔든다 |
|
접속법 | 단수 | διασείω (나는) 뒤흔들자 |
διασείῃς (너는) 뒤흔들자 |
διασείῃ (그는) 뒤흔들자 |
쌍수 | διασείητον (너희 둘은) 뒤흔들자 |
διασείητον (그 둘은) 뒤흔들자 |
||
복수 | διασείωμεν (우리는) 뒤흔들자 |
διασείητε (너희는) 뒤흔들자 |
διασείωσιν* (그들은) 뒤흔들자 |
|
기원법 | 단수 | διασείοιμι (나는) 뒤흔들기를 (바라다) |
διασείοις (너는) 뒤흔들기를 (바라다) |
διασείοι (그는) 뒤흔들기를 (바라다) |
쌍수 | διασείοιτον (너희 둘은) 뒤흔들기를 (바라다) |
διασειοίτην (그 둘은) 뒤흔들기를 (바라다) |
||
복수 | διασείοιμεν (우리는) 뒤흔들기를 (바라다) |
διασείοιτε (너희는) 뒤흔들기를 (바라다) |
διασείοιεν (그들은) 뒤흔들기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διασείε (너는) 뒤흔들어라 |
διασειέτω (그는) 뒤흔들어라 |
|
쌍수 | διασείετον (너희 둘은) 뒤흔들어라 |
διασειέτων (그 둘은) 뒤흔들어라 |
||
복수 | διασείετε (너희는) 뒤흔들어라 |
διασειόντων, διασειέτωσαν (그들은) 뒤흔들어라 |
||
부정사 | διασείειν 뒤흔드는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διασειων διασειοντος | διασειουσα διασειουσης | διασειον διασειοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διασείομαι (나는) 뒤흔들려진다 |
διασείει, διασείῃ (너는) 뒤흔들려진다 |
διασείεται (그는) 뒤흔들려진다 |
쌍수 | διασείεσθον (너희 둘은) 뒤흔들려진다 |
διασείεσθον (그 둘은) 뒤흔들려진다 |
||
복수 | διασειόμεθα (우리는) 뒤흔들려진다 |
διασείεσθε (너희는) 뒤흔들려진다 |
διασείονται (그들은) 뒤흔들려진다 |
|
접속법 | 단수 | διασείωμαι (나는) 뒤흔들려지자 |
διασείῃ (너는) 뒤흔들려지자 |
διασείηται (그는) 뒤흔들려지자 |
쌍수 | διασείησθον (너희 둘은) 뒤흔들려지자 |
διασείησθον (그 둘은) 뒤흔들려지자 |
||
복수 | διασειώμεθα (우리는) 뒤흔들려지자 |
διασείησθε (너희는) 뒤흔들려지자 |
διασείωνται (그들은) 뒤흔들려지자 |
|
기원법 | 단수 | διασειοίμην (나는) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
διασείοιο (너는) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
διασείοιτο (그는) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
쌍수 | διασείοισθον (너희 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
διασειοίσθην (그 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
||
복수 | διασειοίμεθα (우리는) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
διασείοισθε (너희는) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
διασείοιντο (그들은) 뒤흔들려지기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διασείου (너는) 뒤흔들려져라 |
διασειέσθω (그는) 뒤흔들려져라 |
|
쌍수 | διασείεσθον (너희 둘은) 뒤흔들려져라 |
διασειέσθων (그 둘은) 뒤흔들려져라 |
||
복수 | διασείεσθε (너희는) 뒤흔들려져라 |
διασειέσθων, διασειέσθωσαν (그들은) 뒤흔들려져라 |
||
부정사 | διασείεσθαι 뒤흔들려지는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διασειομενος διασειομενου | διασειομενη διασειομενης | διασειομενον διασειομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διασείσω (나는) 뒤흔들겠다 |
διασείσεις (너는) 뒤흔들겠다 |
διασείσει (그는) 뒤흔들겠다 |
쌍수 | διασείσετον (너희 둘은) 뒤흔들겠다 |
διασείσετον (그 둘은) 뒤흔들겠다 |
||
복수 | διασείσομεν (우리는) 뒤흔들겠다 |
διασείσετε (너희는) 뒤흔들겠다 |
διασείσουσιν* (그들은) 뒤흔들겠다 |
|
기원법 | 단수 | διασείσοιμι (나는) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
διασείσοις (너는) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
διασείσοι (그는) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
쌍수 | διασείσοιτον (너희 둘은) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
διασεισοίτην (그 둘은) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
||
복수 | διασείσοιμεν (우리는) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
διασείσοιτε (너희는) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
διασείσοιεν (그들은) 뒤흔들겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διασείσειν 뒤흔들 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διασεισων διασεισοντος | διασεισουσα διασεισουσης | διασεισον διασεισοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διασείσομαι (나는) 뒤흔들려지겠다 |
διασείσει, διασείσῃ (너는) 뒤흔들려지겠다 |
διασείσεται (그는) 뒤흔들려지겠다 |
쌍수 | διασείσεσθον (너희 둘은) 뒤흔들려지겠다 |
διασείσεσθον (그 둘은) 뒤흔들려지겠다 |
||
복수 | διασεισόμεθα (우리는) 뒤흔들려지겠다 |
διασείσεσθε (너희는) 뒤흔들려지겠다 |
διασείσονται (그들은) 뒤흔들려지겠다 |
|
기원법 | 단수 | διασεισοίμην (나는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
διασείσοιο (너는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
διασείσοιτο (그는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
쌍수 | διασείσοισθον (너희 둘은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
διασεισοίσθην (그 둘은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
||
복수 | διασεισοίμεθα (우리는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
διασείσοισθε (너희는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
διασείσοιντο (그들은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διασείσεσθαι 뒤흔들려질 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διασεισομενος διασεισομενου | διασεισομενη διασεισομενης | διασεισομενον διασεισομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διέσειον (나는) 뒤흔들고 있었다 |
διέσειες (너는) 뒤흔들고 있었다 |
διέσειεν* (그는) 뒤흔들고 있었다 |
쌍수 | διεσείετον (너희 둘은) 뒤흔들고 있었다 |
διεσειέτην (그 둘은) 뒤흔들고 있었다 |
||
복수 | διεσείομεν (우리는) 뒤흔들고 있었다 |
διεσείετε (너희는) 뒤흔들고 있었다 |
διέσειον (그들은) 뒤흔들고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διεσειόμην (나는) 뒤흔들려지고 있었다 |
διεσείου (너는) 뒤흔들려지고 있었다 |
διεσείετο (그는) 뒤흔들려지고 있었다 |
쌍수 | διεσείεσθον (너희 둘은) 뒤흔들려지고 있었다 |
διεσειέσθην (그 둘은) 뒤흔들려지고 있었다 |
||
복수 | διεσειόμεθα (우리는) 뒤흔들려지고 있었다 |
διεσείεσθε (너희는) 뒤흔들려지고 있었다 |
διεσείοντο (그들은) 뒤흔들려지고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 10 4:2)
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기