헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαράσσω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαράσσω διαράξω

형태분석: δι (접두사) + ἀράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. to strike through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαράσσω

διαράσσεις

διαράσσει

쌍수 διαράσσετον

διαράσσετον

복수 διαράσσομεν

διαράσσετε

διαράσσουσιν*

접속법단수 διαράσσω

διαράσσῃς

διαράσσῃ

쌍수 διαράσσητον

διαράσσητον

복수 διαράσσωμεν

διαράσσητε

διαράσσωσιν*

기원법단수 διαράσσοιμι

διαράσσοις

διαράσσοι

쌍수 διαράσσοιτον

διαρασσοίτην

복수 διαράσσοιμεν

διαράσσοιτε

διαράσσοιεν

명령법단수 διάρασσε

διαρασσέτω

쌍수 διαράσσετον

διαρασσέτων

복수 διαράσσετε

διαρασσόντων, διαρασσέτωσαν

부정사 διαράσσειν

분사 남성여성중성
διαρασσων

διαρασσοντος

διαρασσουσα

διαρασσουσης

διαρασσον

διαρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαράσσομαι

διαράσσει, διαράσσῃ

διαράσσεται

쌍수 διαράσσεσθον

διαράσσεσθον

복수 διαρασσόμεθα

διαράσσεσθε

διαράσσονται

접속법단수 διαράσσωμαι

διαράσσῃ

διαράσσηται

쌍수 διαράσσησθον

διαράσσησθον

복수 διαρασσώμεθα

διαράσσησθε

διαράσσωνται

기원법단수 διαρασσοίμην

διαράσσοιο

διαράσσοιτο

쌍수 διαράσσοισθον

διαρασσοίσθην

복수 διαρασσοίμεθα

διαράσσοισθε

διαράσσοιντο

명령법단수 διαράσσου

διαρασσέσθω

쌍수 διαράσσεσθον

διαρασσέσθων

복수 διαράσσεσθε

διαρασσέσθων, διαρασσέσθωσαν

부정사 διαράσσεσθαι

분사 남성여성중성
διαρασσομενος

διαρασσομενου

διαρασσομενη

διαρασσομενης

διαρασσομενον

διαρασσομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to strike through

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION