헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμετρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμετρέω διαμετρήσω

형태분석: δια (접두사) + μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 측정하다, 무게가 ~가 되다, 재다, 수용할 수 있다, 정량을 재다
  2. 분배하다, 배분하다, 할당하다, 나누다, 배급하다
  1. to measure through, out or off, to measure, measured by the clepsydra
  2. to measure out in portions, distribute, to have measured out to one, receive as one's share

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμέτρω

(나는) 측정한다

διαμέτρεις

(너는) 측정한다

διαμέτρει

(그는) 측정한다

쌍수 διαμέτρειτον

(너희 둘은) 측정한다

διαμέτρειτον

(그 둘은) 측정한다

복수 διαμέτρουμεν

(우리는) 측정한다

διαμέτρειτε

(너희는) 측정한다

διαμέτρουσιν*

(그들은) 측정한다

접속법단수 διαμέτρω

(나는) 측정하자

διαμέτρῃς

(너는) 측정하자

διαμέτρῃ

(그는) 측정하자

쌍수 διαμέτρητον

(너희 둘은) 측정하자

διαμέτρητον

(그 둘은) 측정하자

복수 διαμέτρωμεν

(우리는) 측정하자

διαμέτρητε

(너희는) 측정하자

διαμέτρωσιν*

(그들은) 측정하자

기원법단수 διαμέτροιμι

(나는) 측정하기를 (바라다)

διαμέτροις

(너는) 측정하기를 (바라다)

διαμέτροι

(그는) 측정하기를 (바라다)

쌍수 διαμέτροιτον

(너희 둘은) 측정하기를 (바라다)

διαμετροίτην

(그 둘은) 측정하기를 (바라다)

복수 διαμέτροιμεν

(우리는) 측정하기를 (바라다)

διαμέτροιτε

(너희는) 측정하기를 (바라다)

διαμέτροιεν

(그들은) 측정하기를 (바라다)

명령법단수 διαμε͂τρει

(너는) 측정해라

διαμετρεῖτω

(그는) 측정해라

쌍수 διαμέτρειτον

(너희 둘은) 측정해라

διαμετρεῖτων

(그 둘은) 측정해라

복수 διαμέτρειτε

(너희는) 측정해라

διαμετροῦντων, διαμετρεῖτωσαν

(그들은) 측정해라

부정사 διαμέτρειν

측정하는 것

분사 남성여성중성
διαμετρων

διαμετρουντος

διαμετρουσα

διαμετρουσης

διαμετρουν

διαμετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμέτρουμαι

(나는) 측정된다

διαμέτρει, διαμέτρῃ

(너는) 측정된다

διαμέτρειται

(그는) 측정된다

쌍수 διαμέτρεισθον

(너희 둘은) 측정된다

διαμέτρεισθον

(그 둘은) 측정된다

복수 διαμετροῦμεθα

(우리는) 측정된다

διαμέτρεισθε

(너희는) 측정된다

διαμέτρουνται

(그들은) 측정된다

접속법단수 διαμέτρωμαι

(나는) 측정되자

διαμέτρῃ

(너는) 측정되자

διαμέτρηται

(그는) 측정되자

쌍수 διαμέτρησθον

(너희 둘은) 측정되자

διαμέτρησθον

(그 둘은) 측정되자

복수 διαμετρώμεθα

(우리는) 측정되자

διαμέτρησθε

(너희는) 측정되자

διαμέτρωνται

(그들은) 측정되자

기원법단수 διαμετροίμην

(나는) 측정되기를 (바라다)

διαμέτροιο

(너는) 측정되기를 (바라다)

διαμέτροιτο

(그는) 측정되기를 (바라다)

쌍수 διαμέτροισθον

(너희 둘은) 측정되기를 (바라다)

διαμετροίσθην

(그 둘은) 측정되기를 (바라다)

복수 διαμετροίμεθα

(우리는) 측정되기를 (바라다)

διαμέτροισθε

(너희는) 측정되기를 (바라다)

διαμέτροιντο

(그들은) 측정되기를 (바라다)

명령법단수 διαμέτρου

(너는) 측정되어라

διαμετρεῖσθω

(그는) 측정되어라

쌍수 διαμέτρεισθον

(너희 둘은) 측정되어라

διαμετρεῖσθων

(그 둘은) 측정되어라

복수 διαμέτρεισθε

(너희는) 측정되어라

διαμετρεῖσθων, διαμετρεῖσθωσαν

(그들은) 측정되어라

부정사 διαμέτρεισθαι

측정되는 것

분사 남성여성중성
διαμετρουμενος

διαμετρουμενου

διαμετρουμενη

διαμετρουμενης

διαμετρουμενον

διαμετρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμετρήσω

(나는) 측정하겠다

διαμετρήσεις

(너는) 측정하겠다

διαμετρήσει

(그는) 측정하겠다

쌍수 διαμετρήσετον

(너희 둘은) 측정하겠다

διαμετρήσετον

(그 둘은) 측정하겠다

복수 διαμετρήσομεν

(우리는) 측정하겠다

διαμετρήσετε

(너희는) 측정하겠다

διαμετρήσουσιν*

(그들은) 측정하겠다

기원법단수 διαμετρήσοιμι

(나는) 측정하겠기를 (바라다)

διαμετρήσοις

(너는) 측정하겠기를 (바라다)

διαμετρήσοι

(그는) 측정하겠기를 (바라다)

쌍수 διαμετρήσοιτον

(너희 둘은) 측정하겠기를 (바라다)

διαμετρησοίτην

(그 둘은) 측정하겠기를 (바라다)

복수 διαμετρήσοιμεν

(우리는) 측정하겠기를 (바라다)

διαμετρήσοιτε

(너희는) 측정하겠기를 (바라다)

διαμετρήσοιεν

(그들은) 측정하겠기를 (바라다)

부정사 διαμετρήσειν

측정할 것

분사 남성여성중성
διαμετρησων

διαμετρησοντος

διαμετρησουσα

διαμετρησουσης

διαμετρησον

διαμετρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμετρήσομαι

(나는) 측정되겠다

διαμετρήσει, διαμετρήσῃ

(너는) 측정되겠다

διαμετρήσεται

(그는) 측정되겠다

쌍수 διαμετρήσεσθον

(너희 둘은) 측정되겠다

διαμετρήσεσθον

(그 둘은) 측정되겠다

복수 διαμετρησόμεθα

(우리는) 측정되겠다

διαμετρήσεσθε

(너희는) 측정되겠다

διαμετρήσονται

(그들은) 측정되겠다

기원법단수 διαμετρησοίμην

(나는) 측정되겠기를 (바라다)

διαμετρήσοιο

(너는) 측정되겠기를 (바라다)

διαμετρήσοιτο

(그는) 측정되겠기를 (바라다)

쌍수 διαμετρήσοισθον

(너희 둘은) 측정되겠기를 (바라다)

διαμετρησοίσθην

(그 둘은) 측정되겠기를 (바라다)

복수 διαμετρησοίμεθα

(우리는) 측정되겠기를 (바라다)

διαμετρήσοισθε

(너희는) 측정되겠기를 (바라다)

διαμετρήσοιντο

(그들은) 측정되겠기를 (바라다)

부정사 διαμετρήσεσθαι

측정될 것

분사 남성여성중성
διαμετρησομενος

διαμετρησομενου

διαμετρησομενη

διαμετρησομενης

διαμετρησομενον

διαμετρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμε͂τρουν

(나는) 측정하고 있었다

διεμε͂τρεις

(너는) 측정하고 있었다

διεμε͂τρειν*

(그는) 측정하고 있었다

쌍수 διεμέτρειτον

(너희 둘은) 측정하고 있었다

διεμετρεῖτην

(그 둘은) 측정하고 있었다

복수 διεμέτρουμεν

(우리는) 측정하고 있었다

διεμέτρειτε

(너희는) 측정하고 있었다

διεμε͂τρουν

(그들은) 측정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεμετροῦμην

(나는) 측정되고 있었다

διεμέτρου

(너는) 측정되고 있었다

διεμέτρειτο

(그는) 측정되고 있었다

쌍수 διεμέτρεισθον

(너희 둘은) 측정되고 있었다

διεμετρεῖσθην

(그 둘은) 측정되고 있었다

복수 διεμετροῦμεθα

(우리는) 측정되고 있었다

διεμέτρεισθε

(너희는) 측정되고 있었다

διεμέτρουντο

(그들은) 측정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 분배하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION