Ancient Greek-English Dictionary Language

διαιτάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαιτάω

Structure: διαιτά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: Note the bizarre perfect

Sense

  1. to feed in a certain way, to diet
  2. to lead a certain course of life, to live, to live in the observance of
  3. to be arbiter or umpire
  4. to determine, decide

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαίτω διαίτᾳς διαίτᾳ
Dual διαίτᾱτον διαίτᾱτον
Plural διαίτωμεν διαίτᾱτε διαίτωσιν*
SubjunctiveSingular διαίτω διαίτῃς διαίτῃ
Dual διαίτητον διαίτητον
Plural διαίτωμεν διαίτητε διαίτωσιν*
OptativeSingular διαίτῳμι διαίτῳς διαίτῳ
Dual διαίτῳτον διαιτῷτην
Plural διαίτῳμεν διαίτῳτε διαίτῳεν
ImperativeSingular διαῖτᾱ διαιτᾶτω
Dual διαίτᾱτον διαιτᾶτων
Plural διαίτᾱτε διαιτῶντων, διαιτᾶτωσαν
Infinitive διαίτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαιτων διαιτωντος διαιτωσα διαιτωσης διαιτων διαιτωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαίτωμαι διαίτᾳ διαίτᾱται
Dual διαίτᾱσθον διαίτᾱσθον
Plural διαιτῶμεθα διαίτᾱσθε διαίτωνται
SubjunctiveSingular διαίτωμαι διαίτῃ διαίτηται
Dual διαίτησθον διαίτησθον
Plural διαιτώμεθα διαίτησθε διαίτωνται
OptativeSingular διαιτῷμην διαίτῳο διαίτῳτο
Dual διαίτῳσθον διαιτῷσθην
Plural διαιτῷμεθα διαίτῳσθε διαίτῳντο
ImperativeSingular διαίτω διαιτᾶσθω
Dual διαίτᾱσθον διαιτᾶσθων
Plural διαίτᾱσθε διαιτᾶσθων, διαιτᾶσθωσαν
Infinitive διαίτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαιτωμενος διαιτωμενου διαιτωμενη διαιτωμενης διαιτωμενον διαιτωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἑξῆσ δὲ περὶ τῶν ἠπείρων εἰπὼν γεγονέναι πολὺν λόγον, καὶ τοὺσ μὲν τοῖσ ποταμοῖσ διαιρεῖν αὐτὰσ τῷ τε Νείλῳ καὶ τῷ Τανάιδι νήσουσ ἀποφαίνοντασ, τοὺσ δὲ τοῖσ ἰσθμοῖσ τῷ τε μεταξὺ τῆσ Κασπίασ καὶ τῆσ Ποντικῆσ θαλάσσησ καὶ τῷ μεταξὺ τῆσ Ἐρυθρᾶσ καὶ τοῦ Ἐκρήγματοσ, τούτουσ δὲ χερρονήσουσ αὐτὰσ λέγειν, οὐχ ὁρᾶν φησι πῶσ ἂν εἰσ πράγματα καταστρέφοι ἡ ζήτησισ αὕτη, ἀλλὰ μόνον ἔριν διαιτώντων κατὰ Δημόκριτον εἶναι. (Strabo, Geography, book 1, chapter 4 14:1)

Synonyms

  1. to determine

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION