Ancient Greek-English Dictionary Language

δηλέομαι

ε-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δηλέομαι

Structure: δηλέ (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. I hurt, damage, spoil, waste.
  2. I destroy.

Examples

  • ὦ ἄνα, καὶ Λυκίην καὶ Μῃονίην ἐρατεινὴν καὶ Μίλητον ἔχεισ, ἔναλον πόλιν ἱμερόεσσαν, αὐτὸσ δ’ αὖ Δήλοιο περικλύστοιο μέγ’ ἀνάσσεισ. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 1:1)
  • Σύρου καὶ Δήλοιο κλύδων μέσοσ υἱᾶ Μενοίτην σὺν φόρτῳ Σαμίου κρύψε Διαφανέοσ, εἰσ ὅσιον σπεύδοντα πλόου τάχοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 6421)

Synonyms

  1. I hurt

  2. I destroy

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION