ξένος
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ξένος
ξένου
Structure:
ξεν
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- of parties giving or receiving hospitality: host and much more commonly guest
- stranger
- one who is hired: hired worker, mercenary
- foreigner
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- κἀν τῷδε πέτραν ἅτεροσ λιπὼν ξένοιν ἔστη κάρα τε διετίναξ’ ἄνω κάτω κἀπεστέναξεν ὠλένασ τρέμων ἄκρασ, μανίαισ ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸσ ὥσ· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:3)
- ἅτεροσ δὲ τοῖν ξένοιν ἀφρόν τ’ ἀπέψη σώματόσ τ’ ἐτημέλει πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνουσ ὑφάσ, καραδοκῶν μὲν τἀπιόντα τραύματα, φίλον δὲ θεραπείαισιν ἄνδρ’ εὐεργετῶν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 4:8)
- μίασμα δ’ ἔγνωσ τοῖν ξένοιν ποίῳ τρόπῳ; (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode33)
- τί δῆτα δρῶμεν, φράζε, τοῖν ξένοιν πέρι; (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode43)
- ἐπεὶ πρὸσ ἀκτὰσ ἤλθομεν θαλασσίασ, οὗ ναῦσ Ὀρέστου κρύφιοσ ἦν ὡρμισμένη, ἡμᾶσ μέν, οὓσ σὺ δεσμὰ συμπέμπεισ ξένων ἔχοντασ, ἐξένευσ’ ἀποστῆναι πρόσω Ἀγαμέμνονοσ παῖσ, ὡσ ἀπόρρητον φλόγα θύουσα καὶ καθαρμὸν ὃν μετῴχετο, αὐτὴ δ’ ὄπισθε δέσμ’ ἔχουσα τοῖν ξένοιν ἔστειχε χερσί. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 2:1)
Synonyms
-
stranger
-
foreigner
- ξένη (a foreign country)