- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βροντή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: brontē 고전 발음: [론떼:] 신약 발음: [론떼]

기본형: βροντή βροντῆς

형태분석: βροντ (어간) + η (어미)

어원: Akin to βρέμω, βρόμος.

  1. 천둥, 벽력
  1. thunder

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βροντή

천둥이

βροντά

천둥들이

βρονταί

천둥들이

속격 βροντῆς

천둥의

βρονταῖν

천둥들의

βροντῶν

천둥들의

여격 βροντῇ

천둥에게

βρονταῖν

천둥들에게

βρονταῖς

천둥들에게

대격 βροντήν

천둥을

βροντά

천둥들을

βροντάς

천둥들을

호격 βροντή

천둥아

βροντά

천둥들아

βρονταί

천둥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δ καὶ τοῦτο αὐτοῦ τὸ ἐνύπνιον. καὶ ἰδοὺ φωναὶ καὶ θόρυβος, βρονταὶ καὶ σεισμός, τάραχος ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Esther 1:4)

    (70인역 성경, 에스테르기 1:4)

  • ἰώ, Νέμεσι καὶ Διὸς βαρύβρομοι βρονταί, κεραυνῶν τε φῶς αἰθαλόεν, σύ τοι μεγαλαγορίαν ὑπεράνορα κοιμίζεις: (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:22)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 1:22)

  • ὦ μέγα χρύσεον ἀστεροπῆς φάος, ὦ Διὸς ἄμβροτον ἔγχος πυρφόρον, ὦ χθόνιαι βαρυαχέες ὀμβροφόροι θ ἅμα βρονταί, αἷς ὅδε νῦν χθόνα σείει. (Aristophanes, Birds, Exodus, lyric1)

    (아리스토파네스, Birds, Exodus, lyric1)

  • "φασὶ γάρ, ὅταν ὕδατα μετοπωρινὰ καὶ βρονταὶ γίνωνται σκληραί, τότε γίνεσθαι, καὶ μᾶλλον ὅταν αἱ βρονταί, ὡς ταύτης αἰτιωτέρας οὔσης, οὐ διετίζειν δέ, ἀλλ ἐπέτειον εἶναι: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52115)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52115)

유의어

  1. 천둥

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION