- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀχώριστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: achōristos 고전 발음: [아코:리] 신약 발음: [아코리]

기본형: ἀχώριστος ἀχώριστη ἀχώριστον

형태분석: (접두사) + χωριστ (어간) + ος (어미)

어원: χωρίζω

  1. 분할할 수 없는, 불가분의
  1. not parted, not divided
  2. with no place assigned one

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀχώριστος

분할할 수 없는 (이)가

ἀχώρίστη

분할할 수 없는 (이)가

ἀχώριστον

분할할 수 없는 (것)가

속격 ἀχωρίστου

분할할 수 없는 (이)의

ἀχώρίστης

분할할 수 없는 (이)의

ἀχωρίστου

분할할 수 없는 (것)의

여격 ἀχωρίστῳ

분할할 수 없는 (이)에게

ἀχώρίστῃ

분할할 수 없는 (이)에게

ἀχωρίστῳ

분할할 수 없는 (것)에게

대격 ἀχώριστον

분할할 수 없는 (이)를

ἀχώρίστην

분할할 수 없는 (이)를

ἀχώριστον

분할할 수 없는 (것)를

호격 ἀχώριστε

분할할 수 없는 (이)야

ἀχώρίστη

분할할 수 없는 (이)야

ἀχώριστον

분할할 수 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀχωρίστω

분할할 수 없는 (이)들이

ἀχώρίστα

분할할 수 없는 (이)들이

ἀχωρίστω

분할할 수 없는 (것)들이

속/여 ἀχωρίστοιν

분할할 수 없는 (이)들의

ἀχώρίσταιν

분할할 수 없는 (이)들의

ἀχωρίστοιν

분할할 수 없는 (것)들의

복수주격 ἀχώριστοι

분할할 수 없는 (이)들이

ἀχώρισται

분할할 수 없는 (이)들이

ἀχώριστα

분할할 수 없는 (것)들이

속격 ἀχωρίστων

분할할 수 없는 (이)들의

ἀχώριστῶν

분할할 수 없는 (이)들의

ἀχωρίστων

분할할 수 없는 (것)들의

여격 ἀχωρίστοις

분할할 수 없는 (이)들에게

ἀχώρίσταις

분할할 수 없는 (이)들에게

ἀχωρίστοις

분할할 수 없는 (것)들에게

대격 ἀχωρίστους

분할할 수 없는 (이)들을

ἀχώρίστας

분할할 수 없는 (이)들을

ἀχώριστα

분할할 수 없는 (것)들을

호격 ἀχώριστοι

분할할 수 없는 (이)들아

ἀχώρισται

분할할 수 없는 (이)들아

ἀχώριστα

분할할 수 없는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἀχώριστος

ἀχωρίστου

분할할 수 없는 (이)의

ἀχωριστότερος

ἀχωριστοτέρου

더 분할할 수 없는 (이)의

ἀχωριστότατος

ἀχωριστοτάτου

가장 분할할 수 없는 (이)의

부사 ἀχωρίστως

ἀχωριστότερον

ἀχωριστότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ Ζήνων ἀπολείπει πλείονας κατὰ διαφοράς, ὥσπερ ὁ Πλάτων, οἱο῀ν φρόνησιν ἀνδρείαν σωφροσύνην δικαιοσύνην, ὡς ἀχωρίστους μὲν οὔσας ἑτέρας δὲ καὶ διαφερούσας ἀλλήλων. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 72)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 72)

  • ταῦτα δὲ πότερον διώρισται καθάπερ τὰ τοῦ σώματος μόρια καὶ πᾶν τὸ μεριστόν, ἢ τῷ λόγῳ δύο ἐστὶν ἀχώριστα πεφυκότα καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον, οὐθὲν διαφέρει πρὸς τὸ παρόν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 139:4)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 1 139:4)

  • πολλάκις δ ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας ἀχώριστος περιγίγνεται, καὶ ἐν χοροῖς δ εἰς τὰς ἐπονειδίστους χώρας ἀπελαύνεται, καὶ μὴν ἐν ὁδοῖς παραχωρητέον αὐτῷ καὶ ἐν θάκοις καὶ ἐν τοῖς νεωτέροις ὑπαναστατέον, καὶ τὰς μὲν προσηκούσας κόρας οἴκοι θρεπτέον, καὶ ταύταις τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν ὑφεκτέον, γυναικὸς δὲ κενὴν ἑστίαν οὐ περιοπτέον καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτειστέον, λιπαρὸν δὲ οὐ πλανητέον οὐδὲ μιμητέον τοὺς ἀνεγκλήτους, ἢ πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων ληπτέον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 6:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 6:1)

  • συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως, καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 132:4)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 132:4)

  • καὶ τὴν πόλιν δὲ παντὸς ἐκάθηραν μιάσματος εἰδώλων, τάς τε καθημερινὰς θυσίας ὁ βασιλεὺς ἐκ τῶν ἰδίων ἐπιτελεῖσθαι διέταξε κατὰ τὸν νόμον, καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ Ληουίταις τὰς δεκάτας ὡρ´ισε παρὰ τοῦ πλήθους δίδοσθαι καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν καρπῶν, ἵν ἀεὶ τῇ θρησκείᾳ παραμένωσι καὶ τῆς θεραπείας ὦσιν ἀχώριστοι τοῦ θεοῦ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 9 337:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 9 337:1)

유의어

  1. 분할할 수 없는

  2. with no place assigned one

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION