Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄτρεστος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄτρεστος ἄτρεστη ἄτρεστον

Structure: ἀ (Prefix) + τρεστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/w

Sense

  1. not trembling, unfearing, fearless, fearless of, securely

Examples

  • ὁ δὲ ἰταμὸσ καὶ ἄτρεστοσ, πολλὰσ ὕβρεισ τε καὶ αἰσχύνασ ὑπομείνασ, ὀστράκου, φασί, μεταπεσόντοσ, στρατηγὸσ ἢ δημαγωγὸσ πέφηνεν ὀξὺ καὶ διάτορον βοῶν, ὥσπερ οἱ τῶν δραμάτων ὑποκριταί ἀπορρίψασ μεταξὺ τὴν γυναικείαν στολήν, ἔπειτα στρατιώτου τινὸσ ἢ ῥήτοροσ στολὴν ἁρπάσασ περιέρχεται συκοφάντησ καὶ φοβερόσ, ἀντίον πᾶσι βλέπων. (Dio, Chrysostom, Orationes, 126:1)

Synonyms

  1. not trembling

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION