Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀτελής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀτελής ἀτελές

Structure: ἀ (Prefix) + τελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: te/los

Sense

  1. without end, not brought to an end or issue, unaccomplished
  2. incomplete, unfinished
  3. inchoate, imperfect
  4. neverending, endless

Examples

  • ἧσ ἔτι μαρτύριον τῆσ πονηρίασ καπνιζομένη καθέστηκε χέρσοσ, καὶ ἀτελέσιν ὥραισ καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσησ ψυχῆσ μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλόσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:7)
  • ἵνα δὲ θᾶττον ἡ πόλισ κατοικισθῇ, δίδωμι τοῖσ τε νῦν κατοικοῦσιν καὶ κατελευσομένοισ ἑώσ τοῦ Ὑπερβερεταίου μηνὸσ ἀτελέσιν εἶναι μέχρι τριῶν ἐτῶν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 165:1)

Synonyms

  1. without end

  2. incomplete

  3. neverending

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION