Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀτάλαντος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀτάλαντος ἀτάλαντη ἀτάλαντον

Structure: ἀταλαντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: 계사 a , ta/lanton

Sense

  1. equal in weight, equivalent, equal to

Examples

  • ὁ τῆσ κυναγοῦ δ’ ἄλλοσ Ἀταλάντησ γόνοσ παῖσ Παρθενοπαῖοσ, εἶδοσ ἐξοχώτατοσ, Ἀρκὰσ μὲν ἦν, ἐλθὼν δ’ ἐπ’ Ἰνάχου ῥοὰσ παιδεύεται κατ’ Ἄργοσ. (Euripides, Suppliants, episode 1:3)
  • ὅδ’ ἐστὶ Παρθενοπαῖοσ, Ἀταλάντησ γόνοσ. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:2)
  • ὁ δ’ Ἀρκάσ, οὐκ Ἀργεῖοσ, Ἀταλάντησ γόνοσ τυφὼσ πύλαισιν ὥσ τισ ἐμπεσὼν βοᾷ πῦρ καὶ δικέλλασ, ὡσ κατασκάψων πόλιν· (Euripides, Phoenissae, episode 10:1)
  • ἕκτοσ δὲ Παρθενοπαῖοσ Ἀρκὰσ ὄρνυται, ἐπώνυμοσ τῆσ πρόσθεν ἀδμήτησ χρόνῳ μητρὸσ λοχευθείσ, πιστὸσ Ἀταλάντησ γόνοσ· (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 1:19)
  • τῇ δεκάτῃ δὲ Κηφέωσ καὶ Ἀγκαίου καί τινων ἄλλων ἀπαξιούντων μετὰ γυναικὸσ ἐπὶ τὴν θήραν ἐξιέναι, Μελέαγροσ ἔχων γυναῖκα Κλεοπάτραν τὴν Ἴδα καὶ Μαρπήσσησ θυγατέρα, βουλόμενοσ δὲ καὶ ἐξ Ἀταλάντησ τεκνοποιήσασθαι, συνηνάγκασεν αὐτοὺσ ἐπὶ τὴν θήραν μετὰ ταύτησ ἐξιέναι. (Apollodorus, Library and Epitome, book 1, chapter 8 2:12)

Synonyms

  1. equal in weight

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION