Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀροτροφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀροτροφορέω

Structure: ἀροτροφορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)/rotron

Sense

  1. to draw the plough

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀροτροφόρω ἀροτροφόρεις ἀροτροφόρει
Dual ἀροτροφόρειτον ἀροτροφόρειτον
Plural ἀροτροφόρουμεν ἀροτροφόρειτε ἀροτροφόρουσιν*
SubjunctiveSingular ἀροτροφόρω ἀροτροφόρῃς ἀροτροφόρῃ
Dual ἀροτροφόρητον ἀροτροφόρητον
Plural ἀροτροφόρωμεν ἀροτροφόρητε ἀροτροφόρωσιν*
OptativeSingular ἀροτροφόροιμι ἀροτροφόροις ἀροτροφόροι
Dual ἀροτροφόροιτον ἀροτροφοροίτην
Plural ἀροτροφόροιμεν ἀροτροφόροιτε ἀροτροφόροιεν
ImperativeSingular ἀροτροφο͂ρει ἀροτροφορεῖτω
Dual ἀροτροφόρειτον ἀροτροφορεῖτων
Plural ἀροτροφόρειτε ἀροτροφοροῦντων, ἀροτροφορεῖτωσαν
Infinitive ἀροτροφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀροτροφορων ἀροτροφορουντος ἀροτροφορουσα ἀροτροφορουσης ἀροτροφορουν ἀροτροφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀροτροφόρουμαι ἀροτροφόρει, ἀροτροφόρῃ ἀροτροφόρειται
Dual ἀροτροφόρεισθον ἀροτροφόρεισθον
Plural ἀροτροφοροῦμεθα ἀροτροφόρεισθε ἀροτροφόρουνται
SubjunctiveSingular ἀροτροφόρωμαι ἀροτροφόρῃ ἀροτροφόρηται
Dual ἀροτροφόρησθον ἀροτροφόρησθον
Plural ἀροτροφορώμεθα ἀροτροφόρησθε ἀροτροφόρωνται
OptativeSingular ἀροτροφοροίμην ἀροτροφόροιο ἀροτροφόροιτο
Dual ἀροτροφόροισθον ἀροτροφοροίσθην
Plural ἀροτροφοροίμεθα ἀροτροφόροισθε ἀροτροφόροιντο
ImperativeSingular ἀροτροφόρου ἀροτροφορεῖσθω
Dual ἀροτροφόρεισθον ἀροτροφορεῖσθων
Plural ἀροτροφόρεισθε ἀροτροφορεῖσθων, ἀροτροφορεῖσθωσαν
Infinitive ἀροτροφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀροτροφορουμενος ἀροτροφορουμενου ἀροτροφορουμενη ἀροτροφορουμενης ἀροτροφορουμενον ἀροτροφορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ σύ, θάλασσα, δελφῖνασ γαίῃ ζεῦξον ἀροτροφορεῖν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3473)

Synonyms

  1. to draw the plough

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION