헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀρετή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀρετή ἀρετῆς

형태분석: ἀρετ (어간) + η (어미)

어원: A)/rhs

  1. 우수, 우월, 저명
  2. 순위, 줄, 계급, 남자다움, 클래스
  3. 덕목, 덕
  4. 명성, 성격, 명예, 영광, 평판, 구별, 빛
  5. 기적, 불가사의, 놀라운 일
  6. 회반죽, 치장 회반죽
  1. goodness, excellence
  2. manliness, prowess, rank, valour
  3. virtue
  4. character, reputation, glory, fame, dignity, distinction
  5. miracle, wonder
  6. (as a title) "your worship"
  7. plaster

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀρετή

우수가

ἀρετᾱ́

우수들이

ἀρεταί

우수들이

속격 ἀρετῆς

우수의

ἀρεταῖν

우수들의

ἀρετῶν

우수들의

여격 ἀρετῇ

우수에게

ἀρεταῖν

우수들에게

ἀρεταῖς

우수들에게

대격 ἀρετήν

우수를

ἀρετᾱ́

우수들을

ἀρετᾱ́ς

우수들을

호격 ἀρετή

우수야

ἀρετᾱ́

우수들아

ἀρεταί

우수들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀρετὰ δ’ ἐπίμοχθοσ μέν, τε]λευταθεῖσα δ’ ὀρθῶσ ἀνδρὶ κ]αὶ εὖτε θάνῃ λεί‐ πει πο]λυζήλωτον εὐκλείασ ἄγαλμα. (Bacchylides, , epinicians, ode 1 17:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 1 17:2)

  • τρίτον γὰρ παρ’ ὀμφα]λὸν ὑψιδείρου χθονὸσ Πυθιόνικ[οσ ἀείδε]ται ὠκυπόδ[ων ἀρετᾶ] σὺν ἵππων. (Bacchylides, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 1:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 4 Pu/qia.> 1:2)

  • τᾶσ δ’ εὐγενίασ πλέον ὑπερβάλλων <ἀρετᾷ> μοχθήσασ τὸν ἄκυμον θῆκεν βίοτον βροτοῖσ πέρσασ δείματα θηρῶν. (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 25)

    (에우리피데스, Heracles, choral, antistrophe 25)

  • ποῦ τὸ τᾶσ Αἰδοῦσ ἢ τὸ τᾶσ Ἀρετᾶσ ἔχει σθένειν τι πρόσωπον, ὁπότε τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει δύνασιν, ἁ δ’ Ἀρετὰ κατόπι‐ σθεν θνατοῖσ ἀμελεῖται, Ἀνομία δὲ νόμων κρατεῖ, καὶ <μὴ> κοινὸσ ἀγὼν βροτοῖσ μή τισ θεῶν φθόνοσ ἔλθῃ; (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, epode3)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, epode3)

  • ὁ μέγασ ὄλβοσ ἅ τ’ ἀρετὰ μέγα φρονοῦσ’ ἀν’ Ἑλλάδα καὶ παρὰ Σιμουντίοισ ὀχετοῖσ πάλιν ἀνῆλθ’ ἐξ εὐτυχίασ Ἀτρείδαισ πάλαι παλαιᾶσ ἀπὸ συμφορᾶσ δόμων, ὁπότε χρυσείασ ἔρισ ἀρνὸσ ἤλυθε Τανταλίδαισ, οἰκτρότατα θοινάματα καὶ σφάγια γενναίων τεκέων· (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

유의어

  1. 덕목

  2. 기적

  3. "your worship"

  4. 회반죽

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION