Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπολιμπάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπολιμπάνω

Structure: ἀπολιμπάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)polei/pw의 후기 형태

Sense

  1. to leave

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπολιμπάνω ἀπολιμπάνεις ἀπολιμπάνει
Dual ἀπολιμπάνετον ἀπολιμπάνετον
Plural ἀπολιμπάνομεν ἀπολιμπάνετε ἀπολιμπάνουσιν*
SubjunctiveSingular ἀπολιμπάνω ἀπολιμπάνῃς ἀπολιμπάνῃ
Dual ἀπολιμπάνητον ἀπολιμπάνητον
Plural ἀπολιμπάνωμεν ἀπολιμπάνητε ἀπολιμπάνωσιν*
OptativeSingular ἀπολιμπάνοιμι ἀπολιμπάνοις ἀπολιμπάνοι
Dual ἀπολιμπάνοιτον ἀπολιμπανοίτην
Plural ἀπολιμπάνοιμεν ἀπολιμπάνοιτε ἀπολιμπάνοιεν
ImperativeSingular ἀπολίμπανε ἀπολιμπανέτω
Dual ἀπολιμπάνετον ἀπολιμπανέτων
Plural ἀπολιμπάνετε ἀπολιμπανόντων, ἀπολιμπανέτωσαν
Infinitive ἀπολιμπάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπολιμπανων ἀπολιμπανοντος ἀπολιμπανουσα ἀπολιμπανουσης ἀπολιμπανον ἀπολιμπανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπολιμπάνομαι ἀπολιμπάνει, ἀπολιμπάνῃ ἀπολιμπάνεται
Dual ἀπολιμπάνεσθον ἀπολιμπάνεσθον
Plural ἀπολιμπανόμεθα ἀπολιμπάνεσθε ἀπολιμπάνονται
SubjunctiveSingular ἀπολιμπάνωμαι ἀπολιμπάνῃ ἀπολιμπάνηται
Dual ἀπολιμπάνησθον ἀπολιμπάνησθον
Plural ἀπολιμπανώμεθα ἀπολιμπάνησθε ἀπολιμπάνωνται
OptativeSingular ἀπολιμπανοίμην ἀπολιμπάνοιο ἀπολιμπάνοιτο
Dual ἀπολιμπάνοισθον ἀπολιμπανοίσθην
Plural ἀπολιμπανοίμεθα ἀπολιμπάνοισθε ἀπολιμπάνοιντο
ImperativeSingular ἀπολιμπάνου ἀπολιμπανέσθω
Dual ἀπολιμπάνεσθον ἀπολιμπανέσθων
Plural ἀπολιμπάνεσθε ἀπολιμπανέσθων, ἀπολιμπανέσθωσαν
Infinitive ἀπολιμπάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπολιμπανομενος ἀπολιμπανομενου ἀπολιμπανομενη ἀπολιμπανομενης ἀπολιμπανομενον ἀπολιμπανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀδικεῖσ, ὦ Χάρων, ἑώλον ἤδη νεκρὸν ἀπολιμπάνων ἀμέλει γράψομαί σε παρανόμων ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυοσ. (Lucian, Cataplus, (no name) 18:5)

Synonyms

  1. to leave

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION