헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναρρίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναρρίπτω

형태분석: ἀναρρίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 게우다
  1. to throw up, to throw up
  2. to run the hazard of, run a risk, to throw for, to hazard

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναρρίπτω

(나는) 게운다

ἀναρρίπτεις

(너는) 게운다

ἀναρρίπτει

(그는) 게운다

쌍수 ἀναρρίπτετον

(너희 둘은) 게운다

ἀναρρίπτετον

(그 둘은) 게운다

복수 ἀναρρίπτομεν

(우리는) 게운다

ἀναρρίπτετε

(너희는) 게운다

ἀναρρίπτουσιν*

(그들은) 게운다

접속법단수 ἀναρρίπτω

(나는) 게우자

ἀναρρίπτῃς

(너는) 게우자

ἀναρρίπτῃ

(그는) 게우자

쌍수 ἀναρρίπτητον

(너희 둘은) 게우자

ἀναρρίπτητον

(그 둘은) 게우자

복수 ἀναρρίπτωμεν

(우리는) 게우자

ἀναρρίπτητε

(너희는) 게우자

ἀναρρίπτωσιν*

(그들은) 게우자

기원법단수 ἀναρρίπτοιμι

(나는) 게우기를 (바라다)

ἀναρρίπτοις

(너는) 게우기를 (바라다)

ἀναρρίπτοι

(그는) 게우기를 (바라다)

쌍수 ἀναρρίπτοιτον

(너희 둘은) 게우기를 (바라다)

ἀναρριπτοίτην

(그 둘은) 게우기를 (바라다)

복수 ἀναρρίπτοιμεν

(우리는) 게우기를 (바라다)

ἀναρρίπτοιτε

(너희는) 게우기를 (바라다)

ἀναρρίπτοιεν

(그들은) 게우기를 (바라다)

명령법단수 ἀνάρριπτε

(너는) 게우어라

ἀναρριπτέτω

(그는) 게우어라

쌍수 ἀναρρίπτετον

(너희 둘은) 게우어라

ἀναρριπτέτων

(그 둘은) 게우어라

복수 ἀναρρίπτετε

(너희는) 게우어라

ἀναρριπτόντων, ἀναρριπτέτωσαν

(그들은) 게우어라

부정사 ἀναρρίπτειν

게우는 것

분사 남성여성중성
ἀναρριπτων

ἀναρριπτοντος

ἀναρριπτουσα

ἀναρριπτουσης

ἀναρριπτον

ἀναρριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναρρίπτομαι

(나는) 게워진다

ἀναρρίπτει, ἀναρρίπτῃ

(너는) 게워진다

ἀναρρίπτεται

(그는) 게워진다

쌍수 ἀναρρίπτεσθον

(너희 둘은) 게워진다

ἀναρρίπτεσθον

(그 둘은) 게워진다

복수 ἀναρριπτόμεθα

(우리는) 게워진다

ἀναρρίπτεσθε

(너희는) 게워진다

ἀναρρίπτονται

(그들은) 게워진다

접속법단수 ἀναρρίπτωμαι

(나는) 게워지자

ἀναρρίπτῃ

(너는) 게워지자

ἀναρρίπτηται

(그는) 게워지자

쌍수 ἀναρρίπτησθον

(너희 둘은) 게워지자

ἀναρρίπτησθον

(그 둘은) 게워지자

복수 ἀναρριπτώμεθα

(우리는) 게워지자

ἀναρρίπτησθε

(너희는) 게워지자

ἀναρρίπτωνται

(그들은) 게워지자

기원법단수 ἀναρριπτοίμην

(나는) 게워지기를 (바라다)

ἀναρρίπτοιο

(너는) 게워지기를 (바라다)

ἀναρρίπτοιτο

(그는) 게워지기를 (바라다)

쌍수 ἀναρρίπτοισθον

(너희 둘은) 게워지기를 (바라다)

ἀναρριπτοίσθην

(그 둘은) 게워지기를 (바라다)

복수 ἀναρριπτοίμεθα

(우리는) 게워지기를 (바라다)

ἀναρρίπτοισθε

(너희는) 게워지기를 (바라다)

ἀναρρίπτοιντο

(그들은) 게워지기를 (바라다)

명령법단수 ἀναρρίπτου

(너는) 게워져라

ἀναρριπτέσθω

(그는) 게워져라

쌍수 ἀναρρίπτεσθον

(너희 둘은) 게워져라

ἀναρριπτέσθων

(그 둘은) 게워져라

복수 ἀναρρίπτεσθε

(너희는) 게워져라

ἀναρριπτέσθων, ἀναρριπτέσθωσαν

(그들은) 게워져라

부정사 ἀναρρίπτεσθαι

게워지는 것

분사 남성여성중성
ἀναρριπτομενος

ἀναρριπτομενου

ἀναρριπτομενη

ἀναρριπτομενης

ἀναρριπτομενον

ἀναρριπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠνάρριπτον

(나는) 게우고 있었다

ἠνάρριπτες

(너는) 게우고 있었다

ἠνάρριπτεν*

(그는) 게우고 있었다

쌍수 ἠναρρίπτετον

(너희 둘은) 게우고 있었다

ἠναρριπτέτην

(그 둘은) 게우고 있었다

복수 ἠναρρίπτομεν

(우리는) 게우고 있었다

ἠναρρίπτετε

(너희는) 게우고 있었다

ἠνάρριπτον

(그들은) 게우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠναρριπτόμην

(나는) 게워지고 있었다

ἠναρρίπτου

(너는) 게워지고 있었다

ἠναρρίπτετο

(그는) 게워지고 있었다

쌍수 ἠναρρίπτεσθον

(너희 둘은) 게워지고 있었다

ἠναρριπτέσθην

(그 둘은) 게워지고 있었다

복수 ἠναρριπτόμεθα

(우리는) 게워지고 있었다

ἠναρρίπτεσθε

(너희는) 게워지고 있었다

ἠναρρίπτοντο

(그들은) 게워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰδήσεισ δὲ καὶ αὐτὸσ ἐνὶ φρεσὶν ὅσσον ἄρισται νῆεσ ἐμαὶ καὶ κοῦροι ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ. (Homer, Odyssey, Book 7 29:4)

    (호메로스, 오디세이아, Book 7 29:4)

  • ἡμᾶσ δέ γε περὶ τῶν οὕτω μεγάλων οὐκ οἶμαι δεῖν παραβόλωσ ἀναρριπτεῖν οὐδ̓ ἐσ στενὸν κομιδῇ κατακλείειν τὴν ἐλπίδα ἐπὶ ῥιπόσ, ὡσ ἡ παροιμία φησί, τὸν Αἰγαῖον ἢ τὸν Ιὄνιον διαπλεῦσαι θέλοντασ, ὅτε οὐδ̓ αἰτιασαίμεθ̓ ἂν εὐλόγωσ τὴν τύχην, εἰ τοξεύουσα καὶ ἀκοντίζουσα μὴ πάντωσ ἔτυχε τἀληθοῦσ ἑνὸσ ὄντοσ ἐν μυρίοισ τοῖσ ψεύδεσιν, ὅπερ οὐδὲ τῷ Ὁμηρικῷ τοξότῃ ὑπῆρξεν, ὃσ δέον τὴν πελειάδα κατατοξεῦσαι, ὁ δὲ τὴν μήρινθον ἐνέτεμεν, ὁ Τεῦκροσ, οἶμαι. (Lucian, 58:2)

    (루키아노스, 58:2)

  • μαθὼν δὲ παρ’ αὐτῶν, ὅτι Ῥωμαίων αἱ γυναῖκεσ ἥκουσιν ἐπαγόμεναι παιδία, προηγεῖται δ’ αὐτῶν ἥ τε μήτηρ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα, πρῶτον μὲν ἐθαύμασε τῆσ τόλμησ τὰσ γυναῖκασ, εἰ γνώμην ἔσχον εἰσ χάρακα πολεμίων ἄτερ ἀνδρῶν φυλακῆσ ἐλθεῖν ἄγουσαι τὰ τέκνα, οὔτ’ αἰδοῦσ ἔτι τῆσ ἁρμοττούσησ γυναιξὶν ἐλευθέραισ καὶ σώφροσι προνοούμεναι τὸ μὴ ἐν ἀνδράσιν ἀσυνήθεσιν ὁρᾶσθαι, οὔτε κινδύνων λαβοῦσαι δέοσ, οὓσ ἀναρριπτεῖν ἔμελλον, εἰ τὰ συμφέροντα πρὸ τῶν δικαίων ἑλομένοισ σφίσι, δόξειε κέρδοσ αὐτὰσ ποιήσασθαι καὶ ὠφέλειαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 44 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 44 3:2)

  • νῦν δὲ τὸν μέγιστον ἀναρριπτεῖν κίνδυνον σὺν πᾶσιν αὐτοῖσ, εἰ μή τισ προσγένοιτο βοήθεια δαιμόνιοσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 249:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 249:1)

  • Καὶ ὁ μὲν καίπερ ἐπικίνδυνον τοῦτο ἡγούμενοσ, εἰ γὰρ μὴ πιθανὰ ἔκρινε Γάιοσ, οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐσ θάνατον ἔφερεν, διὰ τὸ μεγάλα νομίζειν τε καὶ εἶναι κύβον ἀναρριπτεῖν τὸν ἐπ’ αὐτοῖσ ἡγεῖτο. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 353:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 353:1)

유의어

  1. 게우다

  2. to run the hazard of

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION