헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραρρίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραρρίπτω

형태분석: παραρρίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 거절하다, 거부하다, 사절하다, 반대하다, 부정하다
  1. to throw beside, to run the risk, to throw aside, reject

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραρρίπτω

(나는) 거절한다

παραρρίπτεις

(너는) 거절한다

παραρρίπτει

(그는) 거절한다

쌍수 παραρρίπτετον

(너희 둘은) 거절한다

παραρρίπτετον

(그 둘은) 거절한다

복수 παραρρίπτομεν

(우리는) 거절한다

παραρρίπτετε

(너희는) 거절한다

παραρρίπτουσιν*

(그들은) 거절한다

접속법단수 παραρρίπτω

(나는) 거절하자

παραρρίπτῃς

(너는) 거절하자

παραρρίπτῃ

(그는) 거절하자

쌍수 παραρρίπτητον

(너희 둘은) 거절하자

παραρρίπτητον

(그 둘은) 거절하자

복수 παραρρίπτωμεν

(우리는) 거절하자

παραρρίπτητε

(너희는) 거절하자

παραρρίπτωσιν*

(그들은) 거절하자

기원법단수 παραρρίπτοιμι

(나는) 거절하기를 (바라다)

παραρρίπτοις

(너는) 거절하기를 (바라다)

παραρρίπτοι

(그는) 거절하기를 (바라다)

쌍수 παραρρίπτοιτον

(너희 둘은) 거절하기를 (바라다)

παραρριπτοίτην

(그 둘은) 거절하기를 (바라다)

복수 παραρρίπτοιμεν

(우리는) 거절하기를 (바라다)

παραρρίπτοιτε

(너희는) 거절하기를 (바라다)

παραρρίπτοιεν

(그들은) 거절하기를 (바라다)

명령법단수 παράρριπτε

(너는) 거절해라

παραρριπτέτω

(그는) 거절해라

쌍수 παραρρίπτετον

(너희 둘은) 거절해라

παραρριπτέτων

(그 둘은) 거절해라

복수 παραρρίπτετε

(너희는) 거절해라

παραρριπτόντων, παραρριπτέτωσαν

(그들은) 거절해라

부정사 παραρρίπτειν

거절하는 것

분사 남성여성중성
παραρριπτων

παραρριπτοντος

παραρριπτουσα

παραρριπτουσης

παραρριπτον

παραρριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραρρίπτομαι

(나는) 거절된다

παραρρίπτει, παραρρίπτῃ

(너는) 거절된다

παραρρίπτεται

(그는) 거절된다

쌍수 παραρρίπτεσθον

(너희 둘은) 거절된다

παραρρίπτεσθον

(그 둘은) 거절된다

복수 παραρριπτόμεθα

(우리는) 거절된다

παραρρίπτεσθε

(너희는) 거절된다

παραρρίπτονται

(그들은) 거절된다

접속법단수 παραρρίπτωμαι

(나는) 거절되자

παραρρίπτῃ

(너는) 거절되자

παραρρίπτηται

(그는) 거절되자

쌍수 παραρρίπτησθον

(너희 둘은) 거절되자

παραρρίπτησθον

(그 둘은) 거절되자

복수 παραρριπτώμεθα

(우리는) 거절되자

παραρρίπτησθε

(너희는) 거절되자

παραρρίπτωνται

(그들은) 거절되자

기원법단수 παραρριπτοίμην

(나는) 거절되기를 (바라다)

παραρρίπτοιο

(너는) 거절되기를 (바라다)

παραρρίπτοιτο

(그는) 거절되기를 (바라다)

쌍수 παραρρίπτοισθον

(너희 둘은) 거절되기를 (바라다)

παραρριπτοίσθην

(그 둘은) 거절되기를 (바라다)

복수 παραρριπτοίμεθα

(우리는) 거절되기를 (바라다)

παραρρίπτοισθε

(너희는) 거절되기를 (바라다)

παραρρίπτοιντο

(그들은) 거절되기를 (바라다)

명령법단수 παραρρίπτου

(너는) 거절되어라

παραρριπτέσθω

(그는) 거절되어라

쌍수 παραρρίπτεσθον

(너희 둘은) 거절되어라

παραρριπτέσθων

(그 둘은) 거절되어라

복수 παραρρίπτεσθε

(너희는) 거절되어라

παραρριπτέσθων, παραρριπτέσθωσαν

(그들은) 거절되어라

부정사 παραρρίπτεσθαι

거절되는 것

분사 남성여성중성
παραρριπτομενος

παραρριπτομενου

παραρριπτομενη

παραρριπτομενης

παραρριπτομενον

παραρριπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαράρριπτον

(나는) 거절하고 있었다

ἐπαράρριπτες

(너는) 거절하고 있었다

ἐπαράρριπτεν*

(그는) 거절하고 있었다

쌍수 ἐπαραρρίπτετον

(너희 둘은) 거절하고 있었다

ἐπαραρριπτέτην

(그 둘은) 거절하고 있었다

복수 ἐπαραρρίπτομεν

(우리는) 거절하고 있었다

ἐπαραρρίπτετε

(너희는) 거절하고 있었다

ἐπαράρριπτον

(그들은) 거절하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαραρριπτόμην

(나는) 거절되고 있었다

ἐπαραρρίπτου

(너는) 거절되고 있었다

ἐπαραρρίπτετο

(그는) 거절되고 있었다

쌍수 ἐπαραρρίπτεσθον

(너희 둘은) 거절되고 있었다

ἐπαραρριπτέσθην

(그 둘은) 거절되고 있었다

복수 ἐπαραρριπτόμεθα

(우리는) 거절되고 있었다

ἐπαραρρίπτεσθε

(너희는) 거절되고 있었다

ἐπαραρρίπτοντο

(그들은) 거절되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατεχούσησ δὲ φιλοτιμίασ ἀνυπερβλήτου τὰ στρατόπεδα πολὺσ ἐγένετο φόνοσ, ἁπάντων ἀφειδῶσ τὰ σώματα τοῖσ κινδύνοισ παραρριπτόντων. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 79 2:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 79 2:2)

유의어

  1. 거절하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION