Ancient Greek-English Dictionary Language

παραρρίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παραρρίπτω

Structure: παραρρίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to throw beside, to run the risk, to throw aside, reject

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραρρίπτω παραρρίπτεις παραρρίπτει
Dual παραρρίπτετον παραρρίπτετον
Plural παραρρίπτομεν παραρρίπτετε παραρρίπτουσιν*
SubjunctiveSingular παραρρίπτω παραρρίπτῃς παραρρίπτῃ
Dual παραρρίπτητον παραρρίπτητον
Plural παραρρίπτωμεν παραρρίπτητε παραρρίπτωσιν*
OptativeSingular παραρρίπτοιμι παραρρίπτοις παραρρίπτοι
Dual παραρρίπτοιτον παραρριπτοίτην
Plural παραρρίπτοιμεν παραρρίπτοιτε παραρρίπτοιεν
ImperativeSingular παράρριπτε παραρριπτέτω
Dual παραρρίπτετον παραρριπτέτων
Plural παραρρίπτετε παραρριπτόντων, παραρριπτέτωσαν
Infinitive παραρρίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραρριπτων παραρριπτοντος παραρριπτουσα παραρριπτουσης παραρριπτον παραρριπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραρρίπτομαι παραρρίπτει, παραρρίπτῃ παραρρίπτεται
Dual παραρρίπτεσθον παραρρίπτεσθον
Plural παραρριπτόμεθα παραρρίπτεσθε παραρρίπτονται
SubjunctiveSingular παραρρίπτωμαι παραρρίπτῃ παραρρίπτηται
Dual παραρρίπτησθον παραρρίπτησθον
Plural παραρριπτώμεθα παραρρίπτησθε παραρρίπτωνται
OptativeSingular παραρριπτοίμην παραρρίπτοιο παραρρίπτοιτο
Dual παραρρίπτοισθον παραρριπτοίσθην
Plural παραρριπτοίμεθα παραρρίπτοισθε παραρρίπτοιντο
ImperativeSingular παραρρίπτου παραρριπτέσθω
Dual παραρρίπτεσθον παραρριπτέσθων
Plural παραρρίπτεσθε παραρριπτέσθων, παραρριπτέσθωσαν
Infinitive παραρρίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραρριπτομενος παραρριπτομενου παραρριπτομενη παραρριπτομενης παραρριπτομενον παραρριπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κατεχούσησ δὲ φιλοτιμίασ ἀνυπερβλήτου τὰ στρατόπεδα πολὺσ ἐγένετο φόνοσ, ἁπάντων ἀφειδῶσ τὰ σώματα τοῖσ κινδύνοισ παραρριπτόντων. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 79 2:2)

Synonyms

  1. to throw beside

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION