헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἅλλομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἅλλομαι

형태분석: ά̔λλ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: Root AL Lat. SALio

  1. 도약하다, 뛰다, 뛰어오르다, 제한하다, 튀다, 설레다
  1. to spring, leap, bound, the eye, to throb

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ά̔λλομαι

(나는) 도약하다

ά̔λλει, ά̔λλῃ

(너는) 도약하다

ά̔λλεται

(그는) 도약하다

쌍수 ά̔λλεσθον

(너희 둘은) 도약하다

ά̔λλεσθον

(그 둘은) 도약하다

복수 ἁλλόμεθα

(우리는) 도약하다

ά̔λλεσθε

(너희는) 도약하다

ά̔λλονται

(그들은) 도약하다

접속법단수 ά̔λλωμαι

(나는) 도약하자

ά̔λλῃ

(너는) 도약하자

ά̔λληται

(그는) 도약하자

쌍수 ά̔λλησθον

(너희 둘은) 도약하자

ά̔λλησθον

(그 둘은) 도약하자

복수 ἁλλώμεθα

(우리는) 도약하자

ά̔λλησθε

(너희는) 도약하자

ά̔λλωνται

(그들은) 도약하자

기원법단수 ἁλλοίμην

(나는) 도약하기를 (바라다)

ά̔λλοιο

(너는) 도약하기를 (바라다)

ά̔λλοιτο

(그는) 도약하기를 (바라다)

쌍수 ά̔λλοισθον

(너희 둘은) 도약하기를 (바라다)

ἁλλοίσθην

(그 둘은) 도약하기를 (바라다)

복수 ἁλλοίμεθα

(우리는) 도약하기를 (바라다)

ά̔λλοισθε

(너희는) 도약하기를 (바라다)

ά̔λλοιντο

(그들은) 도약하기를 (바라다)

명령법단수 ά̔λλου

(너는) 도약해라

ἁλλέσθω

(그는) 도약해라

쌍수 ά̔λλεσθον

(너희 둘은) 도약해라

ἁλλέσθων

(그 둘은) 도약해라

복수 ά̔λλεσθε

(너희는) 도약해라

ἁλλέσθων, ἁλλέσθωσαν

(그들은) 도약해라

부정사 ά̔λλεσθαι

도약하는 것

분사 남성여성중성
ἁλλομενος

ἁλλομενου

ἁλλομενη

ἁλλομενης

ἁλλομενον

ἁλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡλλόμην

(나는) 도약하고 있었다

ή̔λλου

(너는) 도약하고 있었다

ή̔λλετο

(그는) 도약하고 있었다

쌍수 ή̔λλεσθον

(너희 둘은) 도약하고 있었다

ἡλλέσθην

(그 둘은) 도약하고 있었다

복수 ἡλλόμεθα

(우리는) 도약하고 있었다

ή̔λλεσθε

(너희는) 도약하고 있었다

ή̔λλοντο

(그들은) 도약하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἑτέρα δέ τισ ἐπὶ τὴν ἐκείνησ παρελθοῦσα τάξιν, ἀφόρητοσ ἀναιδείᾳ θεατρικῇ καὶ ἀνάγωγοσ καὶ οὔτε φιλοσοφίασ οὔτε ἄλλου παιδεύματοσ οὐδενὸσ μετειληφυῖα ἐλευθερίου, λαθοῦσα καὶ παρακρουσαμένη τὴν τῶν ὄχλων ἄγνοιαν, οὐ μόνον ἐν εὐπορίᾳ καὶ τρυφῇ καὶ μορφῇ πλείονι τῆσ ἑτέρασ διῆγεν, ἀλλὰ καὶ τὰσ τιμὰσ καὶ τὰσ προστασίασ τῶν πόλεων, ἃσ ἔδει τὴν φιλόσοφον ἔχειν, εἰσ ἑαυτὴν ἀνηρτήσατο καὶ ἦν φορτική τισ πάνυ καὶ ὀχληρὰ καὶ τελευτῶσα παραπλησίαν ἐποίησε γενέσθαι τὴν Ἑλλάδα ταῖσ τῶν ἀσώτων καὶ κακοδαιμόνων οἰκίαισ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 1 1:1)

  • ἀλλὰ γὰρ οὐ μόνον ἀνδρῶν δικαίων χρόνοσ σωτὴρ ἄριστοσ κατὰ Πίνδαρον, ἀλλὰ καὶ τεχνῶν νὴ Δία καὶ ἐπιτηδευμάτων γε καὶ παντὸσ ἄλλου σπουδαίου χρήματοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 21)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 21)

  • οὐκ ἀπεικότα γοῦν λέγοιεν ἄν, εἰ λέγοιεν ἤτοι ἄλλου του γενναίου ἀνδρὸσ εἶναι τὸ βιβλίον καὶ σὲ τὸν κολοιὸν ἀλλοτρίοισ πτεροῖσ ἀγαλλεσθαι, ἢ εἴπερ σόν ἐστιν, ὅμοιά σε τῷ Σαλαίθῳ ποιεῖν, ὃσ πικρότατον κατὰ μοιχῶν τοῖσ Κροτωνιάταισ νόμον θεὶσ καὶ θαυμαζόμενοσ ἐπ̓ αὐτῷ μετὰ μικρὸν αὐτὸσ ἑάλω μοιχεύων τοῦ ἀδελφοῦ τὴν γυναῖκα. (Lucian, Apologia 11:1)

    (루키아노스, Apologia 11:1)

  • οὐ μὴν ἀνίπτοισ γε ποσίν, τὸ τοῦ λόγου, πρὸσ ταῦτα ᾖξεν, ἀλλὰ καὶ ποιηταῖσ σύντροφοσ ἐγένετο καὶ τῶν πλείστων ἐμέμνητο καὶ λέγειν ἤσκητο καὶ τὰσ ἐν φιλοσοφίᾳ προαιρέσεισ οὐκ ἐπ’ ὀλίγον οὐδὲ κατὰ τὴν παροιμίαν ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἁψάμενοσ ἠπίστατο, καὶ τὸ σῶμα δὲ ἐγεγύμναστο καὶ πρὸσ καρτερίαν διεπεπόνητο, καὶ τὸ ὅλον ἐμεμελήκει αὐτῷ μηδενὸσ ἄλλου προσδεᾶ εἶναι· (Lucian, (no name) 4:1)

    (루키아노스, (no name) 4:1)

  • ἄλλου δέ ποτε ἐρομένου εἰ ἀθάνατοσ αὐτῷ ἡ ψυχὴ δοκεῖ εἶναι, Ἀθάνατοσ, ἔφη, ἀλλ’ ὡσ πάντα. (Lucian, (no name) 32:1)

    (루키아노스, (no name) 32:1)

유의어

  1. 도약하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION