ἀγωνοθετέω?
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: agōnotheteō
고전 발음: [아고:노테떼오:]
신약 발음: [아고노태때오]
기본형:
ἀγωνοθετέω
형태분석:
ἀγωνοθετέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 흥분시키다, 일으키다
- 결정하다, 결정짓다, 정하다
- to direct the games, exhibit them
- to stir up
- to act as judge, decide
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ ὁ ἀγωνοθέτης Ῥουτιλιανὸς ἀστεφανώτους αὐτοὺς ἀπέπεμψεν αὐτῷ τὴν προφητείαν φυλάττων μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγήν. (Lucian, Alexander, (no name) 60:4)
(루키아노스, Alexander, (no name) 60:4)
- οὐκοῦν ἤν τινα καὶ τῶν ἀθλητῶν ἴδῃ ἀσκούμενον πρὸ τοῦ ἀγῶνος, λακτίζοντα εἰς τὸν ἀέρα ἢ πὺξ κενὴν πληγήν τινα καταφέροντα, ὡς τὸν ἀνταγωνιστὴν δῆθεν παίοντα, εὐθὺς ἀνακηρύξει αὐτὸν ἀγωνοθέτης ὢν ὡς ἄμαχόν τινα, ἢ ἐκεῖνα μὲν οἰήσεται ῥᾴδια εἶναι καὶ ἀσφαλῆ τὰ νεανιεύματα, οὐδενος ἀνταιρομένου αὐτῷ, τὴν δὲ νίκην τηνικαῦτα κρίνεσθαι, ὁπόταν καταγωνίσηται τὸν ἀντίπαλον αὐτὸν καὶ κρατήσῃ, ὸ δ᾿ ἀπαγορεύσῃ, ἄλλως δὲ οὔ· (Lucian, 68:3)
(루키아노스, 68:3)
- ἀγωνοθέτης δὲ Νεμείων ἀποδειχθεὶς ἐν Ἄργει τήν τε πανήγυριν ἄριστα διέθηκε, καὶ πάλιν ἐκεῖ τοῖς Ἕλλησι τήν ἐλευθερίαν ὑπὸ κήρυκος ἀνεῖπεν. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 12 2:2)
(플루타르코스, Titus Flamininus, chapter 12 2:2)
- τούτους γὰρ δὴ καταλυομένους ἀπορίᾳ χρημάτων ὁρῶν καὶ τὸ μόνον λείψανον τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ὑπορρέον, οὐ μόνον ἀγωνοθέτης ἧς ἐπέτυχεν πενταετηρίδος εἰς Ῥώμην παραπλέων ἐγένετο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ διηνεκὲς πόρους χρημάτων ἀπέδειξεν, ὡς μηδέποτε ἀγωνοθετοῦσαν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἀπολιπεῖν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 609:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 609:1)
- ἁρμόττων τε ἀγωνοθέτης οὑτοσὶ τῷ προελομένῳ. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 8:1)
유의어
-
흥분시키다
- ἀνασείω (흥분시키다, 일으키다)
- συνεξανίστημι (to stir up together)
- συγκινέω (to stir up together)
- προανακινέω (to stir up before)
- τορύνω (흔들다, 지르다, 젓다)
- συγκαταστασιάζω (to help in stirring up)
- πολεμοποιέω (to stir up war)
- κινέω (움직이다, 흔들다, 이동시키다)
- ἀνακυκάω (다시 섞다, 다시 혼합하다)
- κυκάω (섞다, 흥분시키다, 일으키다)
- τυρβάζω (흥분시키다, 일으키다, 괴롭히다)
- κινέω (서두르다, 가속하다)
- ἀνασαλεύω (흥분시키다, 일으키다, 동요시키다)
- ἀναιθύσσω (흥분시키다, 일으키다, 자극하다)
- ἐγείρω (흥분시키다, 일으키다, 자극하다)
- ἀνατυρβάζω (흥분시키다, 일으키다, 동요시키다)
- ἀνατρέπω (깨다, 흥분시키다, 깨어나다)
- ἀνακινέω (깨다, 흥분시키다, 깨어나다)
- σκάλλω (흥분시키다, 일으키다, 괭이로 파다)
- σκαλεύω (흔들다, 쑤시다, 지르다)
-
결정하다
- προκρίνω (to judge or decide beforehand that . .)
- βραβεύω (to act as a judge or umpire)